ὑπερύψηλος: Difference between revisions

From LSJ

ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑπερύψηλος:''' чрезвычайно высокий (ὄρη Xen.).
|elrutext='''ὑπερύψηλος:''' чрезвычайно высокий (ὄρη Xen.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑπερ-ύψηλος, ον,<br />[[exceeding]] [[high]], Xen.
}}
}}

Revision as of 02:40, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερύψηλος Medium diacritics: ὑπερύψηλος Low diacritics: υπερύψηλος Capitals: ΥΠΕΡΥΨΗΛΟΣ
Transliteration A: hyperýpsēlos Transliteration B: hyperypsēlos Transliteration C: yperypsilos Beta Code: u(peru/yhlos

English (LSJ)

ον,

   A exceeding high, X.An.3.5.7, Arr.An.1.5.12, Ael. VH3.1, etc.

German (Pape)

[Seite 1203] übermäßig hoch; Xen. An. 3, 5, 7; δένδρα D. C. 37, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερύψηλος: -ον, ὑπερβαλλόντως ὑψηλός, Ξεν. Ἀν. 3. 5, 7, Ἀρρ. Ἀν. Ἀλεξ. 1. 5, κλπ.· μεταφ., ὑψηλὰ πετόμενος, Εὐστ. Πονημ. 184. 70, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
extrêmement élevé.
Étymologie: ὑπέρ, ὑψηλός.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπερύψηλος, -ον, ΝΜΑ ὑψηλός
πανύψηλος
μσν.
αυτός που πετά ψηλά.

Greek Monotonic

ὑπερύψηλος: -ον, υπερβολικά ψηλός, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερύψηλος: чрезвычайно высокий (ὄρη Xen.).

Middle Liddell

ὑπερ-ύψηλος, ον,
exceeding high, Xen.