χαλκεία: Difference between revisions
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χαλκεία:''' ἡ кузнечное мастерство Plat. | |elrutext='''χαλκεία:''' ἡ кузнечное мастерство Plat. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[χαλκεία]], ἡ,<br />[[smith]]'s [[work]], opp. to τεκτονική ([[joiner]]'s [[work]]), Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:40, 10 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A smith's work, Hp.Art.53; opp. τεκτονική (joiner's work), Pl.Prt.324e, cf. Smp.197b. II smithy, forge, HeroBel.98.3.
German (Pape)
[Seite 1329] ἡ, das Schmieden, die Schmiedekunst, Plat. Conv. 197 b Prot. 324 e.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκεία: ἡ, τὸ ἔργον, ἡ τέχνη τοῦ χαλκέως, τοῦ σιδηρουργοῦ, ars ferraria, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τεκτονικὴ (ἡ τέχνη τοῦ τέκτονος, τοῦ ξυλουργοῦ), Ἱππ. π. Ἄρθρ. 820, Πλάτ. Πρωτ. 324Ε, Συμπ. 197Β.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
art du forgeron.
Étymologie: χαλκεύς.
Greek Monolingual
ἡ, Α χαλκεύω
1. η τέχνη του σιδηρουργού, η χαλκευτική
2. το χαλκείο, το σιδηρουργείο.
Greek Monotonic
χαλκεία: ἡ, η τέχνη του σιδηρουργού, αντίθ. προς το τεκτονική (η τέχνη του ξυλουργού), σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
χαλκεία: ἡ кузнечное мастерство Plat.
Middle Liddell
χαλκεία, ἡ,
smith's work, opp. to τεκτονική (joiner's work), Plat.