χρυσανταυγής: Difference between revisions
From LSJ
τῷ σώματι τελεῖ ἐνοίκιον ἡ ψυχή → the soul pays rent to the body
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χρῡσανταυγής:''' отсвечивающий золотом, золотистый (κρόκεα πέταλα Eur.). | |elrutext='''χρῡσανταυγής:''' отсвечивающий золотом, золотистый (κρόκεα πέταλα Eur.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=χρῡσ-ανταυγής, ές<br />reflecting [[golden]] [[light]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:40, 10 January 2019
English (LSJ)
ές,
A reflecting golden light, πέταλα E.Ion890 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1378] ές, Gold entgegenstrahlend, Gold widerscheinend, πέταλα Eur. Ion 890.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσανταυγής: -ές, ὁ ἀνταυγάζων χρυσίζον φῶς, ἀπαστράπτων ὡς χρυσός, πέταλα Εὐρ. Ἴων 890.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
aux reflets d’or.
Étymologie: χρυσός, ἀνταυγής.
Greek Monolingual
-ές, Α
(ποιητ. τ.) χρυσαυγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ἀνταυγής «αυτός που ανακλά φως, που φεγγοβολά»].
Greek Monotonic
χρῡσανταυγής: -ές, αυτός που αντανακλά χρυσό φως, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσανταυγής: отсвечивающий золотом, золотистый (κρόκεα πέταλα Eur.).