κελευστός: Difference between revisions

From LSJ

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source
(nl)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κελευστός -ή -όν [κελεύω] bevolen.
|elnltext=κελευστός -ή -όν [κελεύω] bevolen.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κελεύω]]<br />[[ordered]], commanded, Luc.
}}
}}

Revision as of 02:55, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελευστός Medium diacritics: κελευστός Low diacritics: κελευστός Capitals: ΚΕΛΕΥΣΤΟΣ
Transliteration A: keleustós Transliteration B: keleustos Transliteration C: kelefstos Beta Code: keleusto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A ordered, commanded, Luc.Vit.Auct.8.

Greek (Liddell-Scott)

κελευστός: -ή, -όν, κελευσθείς, διαταχθείς, παραγγελθείς, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui reçoit un ordre.
Étymologie: adj. verb. de κελεύω.

Greek Monolingual

κελευστός, -ή, -όν (Α) κελεύω
αυτός που εκτελείται ύστερα από διαταγή, αυτός που γίνεται κατά παραγγελία («στρατεύομαι δὲ οὐ κελευοτός, ἀλλ' ἑκούσιος», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

κελευστός: -ή, -όν (κελεύω), διατεταγμένος, προσταγμένος, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κελευστός -ή -όν [κελεύω] bevolen.

Middle Liddell

κελεύω
ordered, commanded, Luc.