Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λιθώδης: Difference between revisions

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''λῐθώδης:'''<br /><b class="num">1)</b> каменистый (γῆ Her.; [[ὁδός]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> подобный камню ([[κέαρ]] Plat.).
|elrutext='''λῐθώδης:'''<br /><b class="num">1)</b> каменистый (γῆ Her.; [[ὁδός]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> подобный камню ([[κέαρ]] Plat.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῐθώ-δης, ες [[εἶδος]]<br />like [[stone]], [[stony]], Hdt., Xen.
}}
}}

Revision as of 03:25, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθώδης Medium diacritics: λιθώδης Low diacritics: λιθώδης Capitals: ΛΙΘΩΔΗΣ
Transliteration A: lithṓdēs Transliteration B: lithōdēs Transliteration C: lithodis Beta Code: liqw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like stone, stony, γῆ Hdt.4.23; ὁδός X.Eq.4.4; τόποι τραχεῖς καὶ λ. Arist.HA590b23; πεδίον (as pr. n.) Str.4.1.7: Comp., of plants, Arist.GA783a31: metaph., λ. [κέαρ] Pl.Tht.194e; Νιόβης αὐτῆς -ωδέστερος Lyd.Mag.3.61. Adv. -δῶς, ὅσα (sc. ὕδατα) προσπήγνυται τοῖς χαλκείοις λ. Ruf.Fr.66.16.

German (Pape)

[Seite 46] ες, steinähnlich, steinhart, καὶ τραχὺ κέαρ, Plat. Theaet. 194 c; steinig, ὁδός, Xen. Equ. 4, 4; τόποι, Arist. H. A. 8, 2 u. Sp. Davon

Greek (Liddell-Scott)

λῐθώδης: -ες, ὡς τὸ λιθοειδής, ὅμοιος πρὸς λίθον, πλήρης λίθων, πετρώδης, γῆ Ἡρόδ. 4. 23· ὁδὸς Ξεν. Ἱππ. 4, 4· τόποι τραχεῖς καὶ λ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 20, κτλ.· μεταφορ., λ. κέαρ Πλάτ. Θεαίτ. 194Ε· τῆς Νιόβης λιθωδέστερος Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχῶν Πολιτ. 3. 61. Ἐπίρρ. -δῶς, Ἀέτ.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
pierreux.
Étymologie: λίθος, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες (AM λιθώδης, -ῶδες) λίθος
1. όμοιος με πέτρα («Νιόβης αὐτῆς λιθωδέστερος», Ιω. Λυδ.)
2. γεμάτος πέτρες, πετρώδης («τόποι τραχεῑς καὶ λιθώδεις», Αριστοτ.)
μσν.
μτφ. σκληρόκαρδος, άπονος.
επίρρ...
λιθωδῶς (Α)
όπως οι πέτρες.

Greek Monotonic

λῐθώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με λίθο, πετρώδης, σε Ηρόδ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

λῐθώδης:
1) каменистый (γῆ Her.; ὁδός Xen.);
2) подобный камню (κέαρ Plat.).

Middle Liddell

λῐθώ-δης, ες εἶδος
like stone, stony, Hdt., Xen.