Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λευκόθριξ: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(3)
(1ba)
Line 16: Line 16:
{{elru
{{elru
|elrutext='''λευκόθριξ:''' τρῐχος adj. белорунный, белый (πλόκαμοι Eur.; [[κριός]] Arph.).
|elrutext='''λευκόθριξ:''' τρῐχος adj. белорунный, белый (πλόκαμοι Eur.; [[κριός]] Arph.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λευκό-θριξ, τρῖχος, ὁ, ἡ,<br />λευκότρῐχος, ον, [[white]]-haired, [[white]], Eur., Ar.
}}
}}

Revision as of 03:30, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 34] -τριχος, weißhaarig; πλόκαμοι Eur. Bacch. 112; κριός, weißwollig, Ar. Av. 971, wie πρόβατα Strab. XVI, 784; auch ἵππος, Callim. Cer. 120.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ἢ λευκότριχος, ον, ἔχων λευκὰς τρίχας, «ἀσπρομάλλης», λευκότριχα κριὸν Ἀριστοφ. Ὄρν. 971· λευκοτρίχων πλοκάμων Εὐρ. Βάκχ. 112· -τριχες ἵπποι Καλλ. εἰς Δημ. 112· τῶν λευκοτρίχων Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσεως 5. 6, 9· λευκότριχα πρόβατα Στράβ. 784.

French (Bailly abrégé)

ότριχος (ὁ, ἡ)
1 à cheveux blancs;
2 p. anal. à crinière blanche ; à toison blanche.
Étymologie: λευκός, θρίξ.

Greek Monolingual

ο, η (AM λευκόθριξ, -τριχος)
βλ. λευκότριχος.

Greek Monotonic

λευκόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ ή λευκότρῐχος, -ον, αυτός που έχει λευκές τρίχες, ασπρομάλλης, σε Ευρ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

λευκόθριξ: τρῐχος adj. белорунный, белый (πλόκαμοι Eur.; κριός Arph.).

Middle Liddell

λευκό-θριξ, τρῖχος, ὁ, ἡ,
λευκότρῐχος, ον, white-haired, white, Eur., Ar.