λυσιτελούντως: Difference between revisions
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
(3) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λῡσῐτελούντως:''' полезно, выгодно, целесообразно (λ. καὶ [[ὠφελίμως]] τῇ πόλει Plat.). | |elrutext='''λῡσῐτελούντως:''' полезно, выгодно, целесообразно (λ. καὶ [[ὠφελίμως]] τῇ πόλει Plat.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[part]]. pres. of [[λυσιτελέω]],]<br />[[usefully]], [[profitably]], Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:30, 10 January 2019
English (LSJ)
Adv.
A usefully, profitably, X.Oec.20.21, Pl.Alc.2.146b; ἑαυτοῖς D.C.56.40.
Greek (Liddell-Scott)
λῡσιτελούντως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ λυσιτελέω, χρησίμως, ὠφελίμως, ἐπωφελῶς, Ξεν. Οἰκ. 20, 21, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 146B· τινὶ Δίων Κ. 56. 40.
French (Bailly abrégé)
adv.
utilement.
Étymologie: λυσιτελέω.
Greek Monolingual
λυσιτελούντως (Α)
επίρρ. χρήσιμα, ωφέλιμα («λυσιτελούντως ἑαυτοῑς», Δίων Κάσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσιτελῶν, -οῦντος, μτχ. του ρ. λυσιτελῶ].
Greek Monotonic
λῡσιτελούντως: επίρρ. μτχ. ενεστ. του λυσιτελέω, χρήσιμα, ωφέλιμα, επωφελώς, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
λῡσῐτελούντως: полезно, выгодно, целесообразно (λ. καὶ ὠφελίμως τῇ πόλει Plat.).
Middle Liddell
part. pres. of λυσιτελέω,]
usefully, profitably, Xen.