μισόνοθος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
(5)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῑσόνοθος:''' -ον, αυτός που αποστρέφεται τα [[εκτός]] γάμου [[παιδιά]], σε Ανθ.
|lsmtext='''μῑσόνοθος:''' -ον, αυτός που αποστρέφεται τα [[εκτός]] γάμου [[παιδιά]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μῑσό-νοθος, ον<br />[[hating]] bastards, Anth.
}}
}}

Revision as of 04:05, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσόνοθος Medium diacritics: μισόνοθος Low diacritics: μισόνοθος Capitals: ΜΙΣΟΝΟΘΟΣ
Transliteration A: misónothos Transliteration B: misonothos Transliteration C: misonothos Beta Code: miso/noqos

English (LSJ)

ον,

   A hating bastards, APl.4.94 (Arch.).

German (Pape)

[Seite 192] den Bastard hassend, Ἥρη, in Beziehung auf Herakles, Archi. 27 (Plan. 94).

Greek (Liddell-Scott)

μῑσόνοθος: -ον, ὁ, μισῶν τοὺς νόθους, Ἀνθ. Πλαν. 94.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui hait le bâtard (Héraclès), ép. d’Héra.
Étymologie: μισέω, νόθος.

Greek Monolingual

μισόνοθος, -ον (Α)
αυτός που μισεί τους νόθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + νόθος.

Greek Monotonic

μῑσόνοθος: -ον, αυτός που αποστρέφεται τα εκτός γάμου παιδιά, σε Ανθ.

Middle Liddell

μῑσό-νοθος, ον
hating bastards, Anth.