ναυπόρος: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(3b) |
(1ba) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ναυπόρος:''' приводящий в движение судно ([[πλάτη]] Eur.). | |elrutext='''ναυπόρος:''' приводящий в движение судно ([[πλάτη]] Eur.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[cf. [[ναύπορος]] = [[ναυσιπόρος]] 2,]<br />[[ship]]-[[speeding]], of oars, Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:11, 10 January 2019
Greek Monolingual
ναυπόρος, -ον (Α)
1. αυτός που περνάει, που διέρχεται με πλοίο
2. (για τα κουπιά) αυτός που κάνει τα πλοία να πορεύονται, να κινούνται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + πόρος «πέρασμα» (πρβλ. οδοι-πόρος). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημασία].
Russian (Dvoretsky)
ναυπόρος: приводящий в движение судно (πλάτη Eur.).
Middle Liddell
[cf. ναύπορος = ναυσιπόρος 2,]
ship-speeding, of oars, Eur.