νῆσις: Difference between revisions
ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''νῆσις:''' εως ἡ [[νέω]] III] прядение (ἡ τῆς Ἀτρόπου ν. Plat.). | |elrutext='''νῆσις:''' εως ἡ [[νέω]] III] прядение (ἡ τῆς Ἀτρόπου ν. Plat.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[νῆσις]], εως, [νέω3]<br />[[spinning]], Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:15, 10 January 2019
English (LSJ)
(A), εως, ἡ, (νέω B)
A spinning, Pl.R.620e.
νῆσις (B), εως, ἡ, (νέω C)
A accumulation, Hp.Loc.Hom.20 codd. (fort. ἴνησις).
German (Pape)
[Seite 254] ἡ, 1) das Spinnen, ἡ τῆς Ἀτρόπου, Plat. Rep. X, 620 e. – 2) das An-, Aufhäufen, σώρευσις, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
νῆσις: -εως, ἡ, (νέω Γ) κλώσιμον, Πλάτ. Πολ. 620Ε.
Greek Monolingual
(I)
νῆσις, ἡ (ΑΜ)
το γνέσιμο, το κλώσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νησ- του νήθω (πρβλ. αορ. ἔ-νησ-α) + κατάλ. -ις].
(II)
νῆσις και νήησις, ἡ (Α) νηέω
επισώρευση.
Greek Monotonic
νῆσις: -εως, ἡ (νέω Γ), γνέσιμο, κλώσιμο, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
νῆσις: εως ἡ νέω III] прядение (ἡ τῆς Ἀτρόπου ν. Plat.).