νωτοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
(3b) |
(1ba) |
||
Line 16: | Line 16: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''νωτοφόρος:''' несущий на спине, вьючный Xen. | |elrutext='''νωτοφόρος:''' несущий на спине, вьючный Xen. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=νωτο-[[φόρος]], ον, [[φέρω]]<br />[[carrying]] on the [[back]]: as Subst. a [[beast]] of burthen, Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:15, 10 January 2019
German (Pape)
[Seite 274] auf dem Rücken tragend, Xen. Cyr. 6, 2, 34 u. Sp., wie D. C. 56, 20.
Greek (Liddell-Scott)
νωτοφόρος: ἴδε νωτοφορέω.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte sur son dos ; τὸ νωτοφόρον XÉN bête de somme.
Étymologie: νῶτος, φέρω.
Greek Monolingual
νωτοφόρος, -ον (ΑΜ)
αυτός που σηκώνει βάρος στη ράχη του («νωτοφόρος ημίονος», Δίων Κάσσ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ νωτοφόρος
ο αχθοφόρος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νωτοφόρον
ζώο που χρησιμεύει για μεταφορά φορτίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + -φόρος].
Greek Monotonic
νωτοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που μεταφέρει στην πλάτη του, αχθοφόρος, ως ουσ., φορτηγό, αχθοφόρο ζώο, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
νωτοφόρος: несущий на спине, вьючный Xen.
Middle Liddell
νωτο-φόρος, ον, φέρω
carrying on the back: as Subst. a beast of burthen, Xen.