περιτείχισις: Difference between revisions
From LSJ
(nl) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=περιτείχισις -εως, ἡ [περιτειχίζω] ommuring, belegering door middel van een muur. | |elnltext=περιτείχισις -εως, ἡ [περιτειχίζω] ommuring, belegering door middel van een muur. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=περιτείχῐσις, εως, [from [[περιτειχίζω]]<br />[[circumvallation]], Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:30, 10 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A walling round so as to blockade, circumvallation, Th.2.77, 4.131; but also for defence, π. τοῦ ἄστεος Themist.Ep.4.3.
German (Pape)
[Seite 596] ἡ, das Ummauern, Belagern durch eine Mauer, Thuc. 2, 77. 4, 131 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περιτείχῐσις: ἡ, τὸ τειχίζειν ὁλόγυρα πρὸς ἀποκλεισμόν, ἀπόκλεισις, Θουκ. 2. 77., 4. 131, κτλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d’entourer de fortifications.
Étymologie: περιτειχίζω.
Greek Monotonic
περιτείχῐσις: ἡ, περιχαράκωμα, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
περιτείχῐσις: εως ἡ обнесение стеной, возведение стены Thuc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιτείχισις -εως, ἡ [περιτειχίζω] ommuring, belegering door middel van een muur.
Middle Liddell
περιτείχῐσις, εως, [from περιτειχίζω
circumvallation, Thuc.