ἀλειπτός: Difference between revisions

From LSJ

Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund

Menander, Monostichoi, 537
(2)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλειπτός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αλείφτηκε ή [[είναι]] [[κατάλληλος]] για [[επάλειψη]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀλειπτόν</i><br />[[μύρο]] που χρησιμοποιούσαν για ραντισμό στις θυσίες<br /><i>τὰ ἀλειπτά</i><br />[[φάρμακο]] για [[επάλειψη]], [[αλοιφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρηματ. επίθ. του ρ. [[ἀλείφω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>ἀλειπτούτσικον</i>].
|mltxt=[[ἀλειπτός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αλείφτηκε ή [[είναι]] [[κατάλληλος]] για [[επάλειψη]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀλειπτόν</i><br />[[μύρο]] που χρησιμοποιούσαν για ραντισμό στις θυσίες<br /><i>τὰ ἀλειπτά</i><br />[[φάρμακο]] για [[επάλειψη]], [[αλοιφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρηματ. επίθ. του ρ. [[ἀλείφω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>ἀλειπτούτσικον</i>].
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἀλειπτός]] -ή -όν [[ἀλείφω]] ingesmeerd, alleen subst. n. plur. τὰ ἀλειπτά zalfjes.
}}
}}

Revision as of 05:55, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλειπτός Medium diacritics: ἀλειπτός Low diacritics: αλειπτός Capitals: ΑΛΕΙΠΤΟΣ
Transliteration A: aleiptós Transliteration B: aleiptos Transliteration C: aleiptos Beta Code: a)leipto/s

English (LSJ)

όν,

   A anointed, smeared, Hdn.Gr.2.472: ἀλειπτά, τά, ointments, Hp.Liqu.7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλειπτός: -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀλείφω = ἀληλιμμένος ἢ ἀλοιφῆς ἐπιδεκτικός, Κλήμ. Ἀλ. 240.

Spanish (DGE)

-όν

• Alolema(s): ἄλειπτον Hdn.Gr.2.472
untado Hdn.Gr.2.472
subst. τὰ ἀ. untos ἐπίχρισις ἀλειπτῶν Hp.Liqu.7.

Greek Monolingual

ἄλειπτος, -ον (Α) λείπω
αυτός που δεν υστέρησε ποτέ σε αγώνα, ακατανίκητος.

Greek Monolingual

ἀλειπτός, -όν (Α)
1. αυτός που αλείφτηκε ή είναι κατάλληλος για επάλειψη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλειπτόν
μύρο που χρησιμοποιούσαν για ραντισμό στις θυσίες
τὰ ἀλειπτά
φάρμακο για επάλειψη, αλοιφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. του ρ. ἀλείφω.
ΠΑΡ. μσν. ἀλειπτούτσικον].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλειπτός -ή -όν ἀλείφω ingesmeerd, alleen subst. n. plur. τὰ ἀλειπτά zalfjes.