βαλανηφόρος: Difference between revisions
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
(1a) |
(nl) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[φέρω]]<br />[[bearing]] dates, Hdt. | |mdlsjtxt=[[φέρω]]<br />[[bearing]] dates, Hdt. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[βαλανηφόρος]] -ον [[βάλανος]], [[φέρω]] dadels dragend. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:00, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A bearing dates, φοίνικες Hdt.1.193.
German (Pape)
[Seite 428] φοίνικες, Datteln tragend, Her. 1, 193; Ath. XIV, 651 e.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰλᾰνηφόρος: -ον, ὁ φέρων βαλάνους, παράγων βαλανίδια ἢ φοίνικας, Ἡρόδ. 1. 193.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit des dattes.
Étymologie: βάλανος, φέρω.
Spanish (DGE)
-ον datilero τῇσι βαλανηφόροισι τῶν φοινίκων Hdt.1.193.
Greek Monolingual
βαλανηφόρος, -ον (Α)
εκείνος που παράγει βαλανίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βάλανος + -φορος < φέρω.
Greek Monotonic
βᾰλᾰνηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει, παράγει βελανίδια ή χουρμάδες, φοίνικες, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
βᾰλᾰνηφόρος: приносящий финики (φοίνικες Her.).
Middle Liddell
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαλανηφόρος -ον βάλανος, φέρω dadels dragend.