βολίτινος: Difference between revisions
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
(1a) |
(nl) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[From [[βόλιτον]]<br />of cow-[[dung]], Ar. | |mdlsjtxt=[From [[βόλιτον]]<br />of cow-[[dung]], Ar. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[βολίτινος]] -η -ον [[βόλιτον]] van koeienmest. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:10, 10 January 2019
English (LSJ)
η, ον,
A of cow-dung, Ar.Ra.295; σκέλος Cratin.inc.17 Mein.
German (Pape)
[Seite 452] aus Koth, Ar. Ran. 295.
Greek (Liddell-Scott)
βολίτινος: -η, -ον, ὁ ἐκ κόπρου βοῶν κατεσκευασμένος, Ἀριστοφ. Βατρ. 295.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de fiente de vache, de bouse.
Étymologie: βόλιτον.
Spanish (DGE)
-η, -ον de estiércol σκέλος ref. a la Empusa, Ar.Ra.295.
Greek Monolingual
βολίτινος, -η, -ον (Α) βόλιτον, -ος]
ο κατασκευασμένος από κόπρο βοδιών.
Greek Monotonic
βολίτινος: -η, -ον, κατασκευασμένος από κοπριά βοδιών, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
βολίτῐνος: (λῐ) навозный Arph.