τίτυρος: Difference between revisions
(41) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br /> ὁ, Α<br /> (<b>δωρ. τ.</b>)<br /> <b>1.</b> βραχύουρος [[πίθηκος]]<br /> <b>2.</b> (στη Λακωνία) [[τιτυρίς]]<br /> <b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> [[Τίτυρος]]<br /> α) [[Σάτυρος]] («oἱ συγχορευταὶ Διονύσου Σάτυροι... Τίτυροι ὀνομαζόμενοι», Αιλ.)<br /> β) σύνηθες όνομα ποιμένων.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δωρ. τ. αβέβαιης ετυμολ. σχηματισμένος πιθ. με διπλασιασμό. Κατά μία [[άποψη]], πρόκειται για δάνεια λ. πιθ. από την [[περιοχή]] της Μικράς Ασίας, σχετική με τη [[λατρεία]] του Διονύσου (<b>βλ.</b> και λ. [[Σάτυρος]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], τόσο η λ. <i>Τί</i>-<i>τυ</i>-<i>ρος</i> όσο και η λ. <i>Σά</i>-<i>τυ</i>-<i>ρος</i> ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>t</i><i>ū</i>- «[[φουσκώνω]], πρήζομαι»]. | |mltxt=<b>(I)</b><br /> ὁ, Α<br /> (<b>δωρ. τ.</b>)<br /> <b>1.</b> βραχύουρος [[πίθηκος]]<br /> <b>2.</b> (στη Λακωνία) [[τιτυρίς]]<br /> <b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> [[Τίτυρος]]<br /> α) [[Σάτυρος]] («oἱ συγχορευταὶ Διονύσου Σάτυροι... Τίτυροι ὀνομαζόμενοι», Αιλ.)<br /> β) σύνηθες όνομα ποιμένων.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δωρ. τ. αβέβαιης ετυμολ. σχηματισμένος πιθ. με διπλασιασμό. Κατά μία [[άποψη]], πρόκειται για δάνεια λ. πιθ. από την [[περιοχή]] της Μικράς Ασίας, σχετική με τη [[λατρεία]] του Διονύσου (<b>βλ.</b> και λ. [[Σάτυρος]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], τόσο η λ. <i>Τί</i>-<i>τυ</i>-<i>ρος</i> όσο και η λ. <i>Σά</i>-<i>τυ</i>-<i>ρος</i> ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>t</i><i>ū</i>- «[[φουσκώνω]], πρήζομαι»].<br /><b>(II)</b><br /> ὁ, Α<br /> [[κάλαμος]] ή [[αυλός]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. σχημ. από το κύριο όνομα [[Τίτυρος]] (<b>βλ. λ.</b> [[τίτυρος]] [Ι])].<br /><b>(III)</b><br /> και [[τιτύρας]], ὁ, Α<br /> [[είδος]] πτηνού.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για ηχομιμητική λ.]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 10 January 2019
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 sorte de grand singe à courte queue;
2 bélier avec une sonnette au cou pour conduire le troupeau.
Étymologie: DELG étym. obscure.
Greek Monolingual
(I)
ὁ, Α
(δωρ. τ.)
1. βραχύουρος πίθηκος
2. (στη Λακωνία) τιτυρίς
3. ως κύριο όν. Τίτυρος
α) Σάτυρος («oἱ συγχορευταὶ Διονύσου Σάτυροι... Τίτυροι ὀνομαζόμενοι», Αιλ.)
β) σύνηθες όνομα ποιμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. αβέβαιης ετυμολ. σχηματισμένος πιθ. με διπλασιασμό. Κατά μία άποψη, πρόκειται για δάνεια λ. πιθ. από την περιοχή της Μικράς Ασίας, σχετική με τη λατρεία του Διονύσου (βλ. και λ. Σάτυρος). Κατ' άλλη άποψη, τόσο η λ. Τί-τυ-ρος όσο και η λ. Σά-τυ-ρος ανάγονται σε ΙΕ ρίζα tū- «φουσκώνω, πρήζομαι»].
(II)
ὁ, Α
κάλαμος ή αυλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. σχημ. από το κύριο όνομα Τίτυρος (βλ. λ. τίτυρος [Ι])].
(III)
και τιτύρας, ὁ, Α
είδος πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ηχομιμητική λ.].