τσελίκι: Difference between revisions
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
(42) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[ξυλίκι]], το, και τσίλικα, η, Ν<br />παιδικό [[παιχνίδι]] που παίζεται με μια μικρή ράβδο με την οποία [[πρέπει]] το [[παιδί]] να χτυπήσει και να σηκώσει [[ψηλά]] ένα μικρό επίμηκες πελεκητό [[ξύλο]] τοποθετημένο σε [[κοίλωμα]] του εδάφους ή σε [[πέτρα]] [[έτσι]] ώστε να εξέχει το ένα [[άκρο]] του. | |mltxt=<b>(I)</b><br />και [[ξυλίκι]], το, και τσίλικα, η, Ν<br />παιδικό [[παιχνίδι]] που παίζεται με μια μικρή ράβδο με την οποία [[πρέπει]] το [[παιδί]] να χτυπήσει και να σηκώσει [[ψηλά]] ένα μικρό επίμηκες πελεκητό [[ξύλο]] τοποθετημένο σε [[κοίλωμα]] του εδάφους ή σε [[πέτρα]] [[έτσι]] ώστε να εξέχει το ένα [[άκρο]] του.<br /><b>(II)</b><br />και [[τσιλίκι]] και [[τσυλίκι]], το, Ν<br /><b>1.</b> [[χάλυβας]], [[ατσάλι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άνθρωπος]] [[ρωμαλέος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>celik</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:10, 10 January 2019
Greek Monolingual
(I)
και ξυλίκι, το, και τσίλικα, η, Ν
παιδικό παιχνίδι που παίζεται με μια μικρή ράβδο με την οποία πρέπει το παιδί να χτυπήσει και να σηκώσει ψηλά ένα μικρό επίμηκες πελεκητό ξύλο τοποθετημένο σε κοίλωμα του εδάφους ή σε πέτρα έτσι ώστε να εξέχει το ένα άκρο του.
(II)
και τσιλίκι και τσυλίκι, το, Ν
1. χάλυβας, ατσάλι
2. μτφ. άνθρωπος ρωμαλέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. celik].