τσελίκι
From LSJ
Greek Monolingual
(I)
και ξυλίκι, το, και τσίλικα, η, Ν
παιδικό παιχνίδι που παίζεται με μια μικρή ράβδο με την οποία πρέπει το παιδί να χτυπήσει και να σηκώσει ψηλά ένα μικρό επίμηκες πελεκητό ξύλο τοποθετημένο σε κοίλωμα του εδάφους ή σε πέτρα έτσι ώστε να εξέχει το ένα άκρο του.
(II)
και τσιλίκι και τσυλίκι, το, Ν
1. χάλυβας, ατσάλι
2. μτφ. άνθρωπος ρωμαλέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. celik].