ὁλόστομος: Difference between revisions
From LSJ
Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.
(28) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο<br /><b>ζωολ.</b> [[χαρακτηρισμός]] του οστράκου τών γαστερόποδων [[μαλακίων]] που έχει [[στόμιο]] [[χωρίς]] [[εντομή]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο<br /><b>ζωολ.</b> [[χαρακτηρισμός]] του οστράκου τών γαστερόποδων [[μαλακίων]] που έχει [[στόμιο]] [[χωρίς]] [[εντομή]].<br /><b>(II)</b><br />[[ὁλόστομος]], -ον (Α)<br />(για σιδερένιο [[δακτυλίδι]]) ο εξ ολοκλήρου στομωμένος, [[βαμμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στόμα]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A tempered all through, of an iron ring, PMag.Par.1.2961 ; σίδηρος Cyran.6.
Spanish
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο
ζωολ. χαρακτηρισμός του οστράκου τών γαστερόποδων μαλακίων που έχει στόμιο χωρίς εντομή.
(II)
ὁλόστομος, -ον (Α)
(για σιδερένιο δακτυλίδι) ο εξ ολοκλήρου στομωμένος, βαμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + στόμα.