ὑΐδιον: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
(4b)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[υἵδιον]] και υἱίδιον, τὸ, Α [[υἱός]]<br /><b>υποκορ.</b> [[μικρός]] [[γιος]].———————— <b>(II)</b><br />τὸ, Α [[ὗς]]<br /><b>υποκορ.</b> [[μικρός]] [[χοίρος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[υἵδιον]] και υἱίδιον, τὸ, Α [[υἱός]]<br /><b>υποκορ.</b> [[μικρός]] [[γιος]].<br /><b>(II)</b><br />τὸ, Α [[ὗς]]<br /><b>υποκορ.</b> [[μικρός]] [[χοίρος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:30, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑΐδιον Medium diacritics: ὑΐδιον Low diacritics: υΐδιον Capitals: ΥΪΔΙΟΝ
Transliteration A: hyḯdion Transliteration B: huidion Transliteration C: yidion Beta Code: u(i/+dion

English (LSJ)

(A), τό, Dim. of ὗς, X.Mem.1.2.30 codd., IG12.38.12 (prob.);

   A v. ὕδιον.
ὑΐδιον (B), τό, Dim. of υἱός, Ar.V.1356 (so cod. R, not υἱίδιον).

Greek (Liddell-Scott)

ὑΐδιον: (ἢ ὑἵδιον), τό, ὑποκορ. τοῦ ὗς, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 30.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit cochon.
Étymologie: ὗς.

Greek Monolingual

(I)
και υἵδιον και υἱίδιον, τὸ, Α υἱός
υποκορ. μικρός γιος.
(II)
τὸ, Α ὗς
υποκορ. μικρός χοίρος.

Greek Monotonic

ὑΐδιον: τό,
I. υποκορ. του ὗς, σε Ξεν. II.ὑΐδιον, τό, υποκορ. του υἱός, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὑΐδιον: I и υἵδιον τό υἱός сынок, сыночек Arph.
II τό [ὗς] свинка, поросенок Xen.