επικήδειος: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
(13)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐπικήδειος]], -ον)<br />αυτός που γίνεται ή λέγεται [[κατά]] την [[κηδεία]], ο [[νεκρώσιμος]] (α. «[[επικήδειος]] [[λόγος]]» β. «ἄεισον ἐν δακρύοις ᾠδὰν ἐπικήδειον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[επικήδειος]] ([[λόγος]])<br />νεκρώσιμη [[ομιλία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπικήδειον</i> ([[μέλος]])<br />θρηνητικό [[τραγούδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[κήδειος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κήδος]] «[[φροντίδα]]»)].
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐπικήδειος]], -ον)<br />αυτός που γίνεται ή λέγεται [[κατά]] την [[κηδεία]], ο [[νεκρώσιμος]] (α. «[[επικήδειος]] [[λόγος]]» β. «ἄεισον ἐν δακρύοις ᾠδὰν ἐπικήδειον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[επικήδειος]] ([[λόγος]])<br />νεκρώσιμη [[ομιλία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπικήδειον</i> ([[μέλος]])<br />θρηνητικό [[τραγούδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[κήδειος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κήδος]] «[[φροντίδα]]»)].
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 14 January 2019

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐπικήδειος, -ον)
αυτός που γίνεται ή λέγεται κατά την κηδεία, ο νεκρώσιμος (α. «επικήδειος λόγος» β. «ἄεισον ἐν δακρύοις ᾠδὰν ἐπικήδειον», Ευρ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο επικήδειος (λόγος)
νεκρώσιμη ομιλία
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπικήδειον (μέλος)
θρηνητικό τραγούδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κήδειος (< κήδος «φροντίδα»)].