αμερής: Difference between revisions
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
(3) |
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμερής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν αποτελείται από μέρη ή δεν διαιρείται σε μέρη, [[αμέριστος]], [[αδιαίρετος]]<br /><b>2.</b> [[αμερόληπτος]], [[ανεπηρέαστος]], [[ειλικρινής]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ἀμερές</i><br / | |mltxt=[[ἀμερής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν αποτελείται από μέρη ή δεν διαιρείται σε μέρη, [[αμέριστος]], [[αδιαίρετος]]<br /><b>2.</b> [[αμερόληπτος]], [[ανεπηρέαστος]], [[ειλικρινής]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ἀμερές</i><br />η [[αμέρεια]], το να [[είναι]] [[κάτι]] αδιαίρετο<br /><i>τά ἀμερῆ</i> (Λογική)<br />τα γένη που δεν υποδιαιρούνται, τα «γενικότατα γένη».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -<i>μερὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[μέρος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμέρεια]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:25, 14 January 2019
Greek Monolingual
ἀμερής, -ές (Α)
1. αυτός που δεν αποτελείται από μέρη ή δεν διαιρείται σε μέρη, αμέριστος, αδιαίρετος
2. αμερόληπτος, ανεπηρέαστος, ειλικρινής
3. το ουδ. ως ουσ. το ἀμερές
η αμέρεια, το να είναι κάτι αδιαίρετο
τά ἀμερῆ (Λογική)
τα γένη που δεν υποδιαιρούνται, τα «γενικότατα γένη».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + -μερὴς < μέρος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμέρεια.