Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αμέρεια

From LSJ

Greek Monolingual

ἀμέρεια, η (Α) αμερής
το να είναι κάτι αμερές, η ιδιότητα του να μη διαιρείται σε μέρη, το αδιαίρετο.