μεγαλόδους: Difference between revisions
From LSJ
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
(24) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η (Α [[μεγαλόδους]], -οντος)<br />αυτός που έχει μεγάλα δόντια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=ο, η (Α [[μεγαλόδους]], -οντος)<br />αυτός που έχει μεγάλα δόντια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μεγαλόδους]]<br /><b>(παλαιοντ.)</b> απολιθωμένο [[γένος]] δίθυρων [[μαλακίων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ὀδούς]], -<i>όντος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λευκ</i>-<i>όδους</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:30, 14 January 2019
English (LSJ)
οντος, ὁ, ἡ,
A with large teeth, gloss on ἀργιόδους, EM 137.6.
German (Pape)
[Seite 106] οντος, großzahnig, E. M. 137, 6.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλόδους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μεγάλους ὀδόντας, Ἐτυμ. Μέγ. 137. 6.
Greek Monolingual
ο, η (Α μεγαλόδους, -οντος)
αυτός που έχει μεγάλα δόντια
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μεγαλόδους
(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος δίθυρων μαλακίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -ὀδούς, -όντος (πρβλ. λευκ-όδους)].