μεγαλόδους
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
English (LSJ)
οντος, ὁ, ἡ, with large teeth, Glossaria on ἀργιόδους, EM 137.6.
German (Pape)
[Seite 106] οντος, großzahnig, E. M. 137, 6.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλόδους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μεγάλους ὀδόντας, Ἐτυμ. Μέγ. 137. 6.
Greek Monolingual
ο, η (Α μεγαλόδους, -οντος)
αυτός που έχει μεγάλα δόντια
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μεγαλόδους
(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος δίθυρων μαλακίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -ὀδούς, -όντος (πρβλ. λευκόδους)].