ταγγός: Difference between revisions
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(40) |
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[ταγγός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[ταγκός]] και [[τσαγγός]] και [[τσαγκός]] Ν<br /><b>1.</b> (για τρόφ.) αυτός που έχει υποστεί [[τάγγιση]], που έχει αλλοιωθεί και έχει προσλάβει δυσάρεστη [[οσμή]] και [[γεύση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό / [[ταγγός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[ταγκός]] και [[τσαγγός]] και [[τσαγκός]] Ν<br /><b>1.</b> (για τρόφ.) αυτός που έχει υποστεί [[τάγγιση]], που έχει αλλοιωθεί και έχει προσλάβει δυσάρεστη [[οσμή]] και [[γεύση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ταγγή]]<br /><b>βλ.</b> [[ταγγή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. υποχωρητ. παρ. της λ. [[ταγγή]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:35, 14 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A rancid, ibid.
German (Pape)
[Seite 1063] ranzig, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
ταγγός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Γεωπον. 9. 22, 3· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 341.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ταγγός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ταγκός και τσαγγός και τσαγκός Ν
1. (για τρόφ.) αυτός που έχει υποστεί τάγγιση, που έχει αλλοιωθεί και έχει προσλάβει δυσάρεστη οσμή και γεύση
2. το θηλ. ως ουσ. η ταγγή
βλ. ταγγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. παρ. της λ. ταγγή].