παρακάτω: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(30)
m (Text replacement - "<i>οι [[" to "οι [[")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ, και παρακάτου Ν<br />(τοπ. επίρρ.) λίγο πιο [[κάτω]] ή λίγο πιο [[πέρα]] από ένα [[σημείο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[κείμενο]]) στη [[συνέχεια]], [[έπειτα]], [[περαιτέρω]]<br /><b>2.</b> (με αρσ. [[άρθρο]] στον πληθ. ως ουσ.) <i>οι [[παρακάτω]]<br />α) οι επόμενοι, οι [[εξής]]<br />β) αυτοί που βρίσκονται λίγο πιο [[κάτω]], λίγο πιο [[πέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κάτω]].
|mltxt=ΝΑ, και παρακάτου Ν<br />(τοπ. επίρρ.) λίγο πιο [[κάτω]] ή λίγο πιο [[πέρα]] από ένα [[σημείο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[κείμενο]]) στη [[συνέχεια]], [[έπειτα]], [[περαιτέρω]]<br /><b>2.</b> (με αρσ. [[άρθρο]] στον πληθ. ως ουσ.) οι [[παρακάτω]]<br />α) οι επόμενοι, οι [[εξής]]<br />β) αυτοί που βρίσκονται λίγο πιο [[κάτω]], λίγο πιο [[πέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κάτω]].
}}
}}

Revision as of 11:37, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακάτω Medium diacritics: παρακάτω Low diacritics: παρακάτω Capitals: ΠΑΡΑΚΑΤΩ
Transliteration A: parakátō Transliteration B: parakatō Transliteration C: parakato Beta Code: paraka/tw

English (LSJ)

   A just below, c. gen., PMasp.87.13 (vi A. D.): as Adv., Zos.Alch.p.112 B.

Greek Monolingual

ΝΑ, και παρακάτου Ν
(τοπ. επίρρ.) λίγο πιο κάτω ή λίγο πιο πέρα από ένα σημείο
νεοελλ.
1. (σχετικά με κείμενο) στη συνέχεια, έπειτα, περαιτέρω
2. (με αρσ. άρθρο στον πληθ. ως ουσ.) οι παρακάτω
α) οι επόμενοι, οι εξής
β) αυτοί που βρίσκονται λίγο πιο κάτω, λίγο πιο πέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κάτω.