εκκρεμής: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(10)
 
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἐκκρεμής]], -ές)<br /><b>1.</b> [[μετέωρος]]<br /><b>2.</b> [[αβέβαιος]] («[[εκκρεμής]] [[λογαριασμός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[εκκρεμές]]<br />α) [[σώμα]] στερεωμένο από σταθερό [[σημείο]] το οποίο ταλαντεύεται υπό την [[επίδραση]] του βάρους του<br />β) [[ρολόι]] που η ισόχρονη κίνησή του ρυθμίζεται με [[εκκρεμές]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κρέμεται, που εξαρτάται από [[κάπου]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐκκρεμές</i><br />ο [[λοβός]] του αφτιού.
|mltxt=-ές (AM [[ἐκκρεμής]], -ές)<br /><b>1.</b> [[μετέωρος]]<br /><b>2.</b> [[αβέβαιος]] («[[εκκρεμής]] [[λογαριασμός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[εκκρεμές]]<br />α) [[σώμα]] στερεωμένο από σταθερό [[σημείο]] το οποίο ταλαντεύεται υπό την [[επίδραση]] του βάρους του<br />β) [[ρολόι]] που η ισόχρονη κίνησή του ρυθμίζεται με [[εκκρεμές]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κρέμεται, που εξαρτάται από [[κάπου]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐκκρεμές</i><br />ο [[λοβός]] του αφτιού.
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ές (AM ἐκκρεμής, -ές)
1. μετέωρος
2. αβέβαιοςεκκρεμής λογαριασμός»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το εκκρεμές
α) σώμα στερεωμένο από σταθερό σημείο το οποίο ταλαντεύεται υπό την επίδραση του βάρους του
β) ρολόι που η ισόχρονη κίνησή του ρυθμίζεται με εκκρεμές
αρχ.
1. αυτός που κρέμεται, που εξαρτάται από κάπου
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐκκρεμές
ο λοβός του αφτιού.