αμήν: Difference between revisions
From LSJ
οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder
(3) |
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(άκλιτο) (Α [[ἀμήν]])<br /><b>1.</b> (στην ΚΔ ως επίρρ.) αληθώς, [[πράγματι]]<br /><b>2.</b> (ως [[κατακλείδα]] εκκλησιαστικών ευχών και εκφωνήσεων<br />στα Νεοελληνικά και ως [[απάντηση]] στην [[ευχή]] που εκφράζει [[κάποιος]]) [[είθε]], γένοιτο, [[μακάρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ως ουσ.</b | |mltxt=(άκλιτο) (Α [[ἀμήν]])<br /><b>1.</b> (στην ΚΔ ως επίρρ.) αληθώς, [[πράγματι]]<br /><b>2.</b> (ως [[κατακλείδα]] εκκλησιαστικών ευχών και εκφωνήσεων<br />στα Νεοελληνικά και ως [[απάντηση]] στην [[ευχή]] που εκφράζει [[κάποιος]]) [[είθε]], γένοιτο, [[μακάρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ως ουσ.</b> το [[αμήν]]<br />α) [[τέλος]], [[αποκορύφωμα]], απροχώρητο<br />β) <b>φρ.</b> «έφθασα στο [[αμήν]]», έφθασα στο έσχατο [[σημείο]], στο όριο της υπομονής μου, στο απροχώρητο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>Ξεν.</b> <span style="color: red;"><</span> εβρ. <i>ᾱm</i><i>ē</i><i>n</i> «[[βεβαιότητα]], [[αλήθεια]]» και επίρρ. «[[πράγματι]], [[αλήθεια]]» και (ως [[ευχή]]) «[[είθε]]» (<span style="color: red;"><</span> ρ. <i>ᾱman</i> «[[ενισχύω]], [[επιβεβαιώνω]]»)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 14 January 2019
Greek Monolingual
(άκλιτο) (Α ἀμήν)
1. (στην ΚΔ ως επίρρ.) αληθώς, πράγματι
2. (ως κατακλείδα εκκλησιαστικών ευχών και εκφωνήσεων
στα Νεοελληνικά και ως απάντηση στην ευχή που εκφράζει κάποιος) είθε, γένοιτο, μακάρι
νεοελλ.
ως ουσ. το αμήν
α) τέλος, αποκορύφωμα, απροχώρητο
β) φρ. «έφθασα στο αμήν», έφθασα στο έσχατο σημείο, στο όριο της υπομονής μου, στο απροχώρητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. < εβρ. ᾱmēn «βεβαιότητα, αλήθεια» και επίρρ. «πράγματι, αλήθεια» και (ως ευχή) «είθε» (< ρ. ᾱman «ενισχύω, επιβεβαιώνω»)].