ναυαγοσωστικός: Difference between revisions

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
(26)
 
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή παίρνει [[μέρος]] στη [[διάσωση]] ή ασχολείται με τη [[διάσωση]] ναυαγών ή πλοίων τα οποία κινδυνεύουν να βυθιστούν («ναυαγοσωστική [[λέμβος]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[ναυαγοσωστικό]]<br />[[πλοίο]] ειδικά κατασκευασμένο και εξοπλισμένο με τα [[κατάλληλα]] μηχανήματα και εφόδια για τη [[διάσωση]] ναυαγών ή πλοίων που κινδυνεύουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναυαγοσώστης]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Αρ. Π. Κουρτίδη].
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή παίρνει [[μέρος]] στη [[διάσωση]] ή ασχολείται με τη [[διάσωση]] ναυαγών ή πλοίων τα οποία κινδυνεύουν να βυθιστούν («ναυαγοσωστική [[λέμβος]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ναυαγοσωστικό]]<br />[[πλοίο]] ειδικά κατασκευασμένο και εξοπλισμένο με τα [[κατάλληλα]] μηχανήματα και εφόδια για τη [[διάσωση]] ναυαγών ή πλοίων που κινδυνεύουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναυαγοσώστης]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Αρ. Π. Κουρτίδη].
}}
}}

Latest revision as of 12:25, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται ή παίρνει μέρος στη διάσωση ή ασχολείται με τη διάσωση ναυαγών ή πλοίων τα οποία κινδυνεύουν να βυθιστούν («ναυαγοσωστική λέμβος»)
2. το ουδ. ως ουσ. το ναυαγοσωστικό
πλοίο ειδικά κατασκευασμένο και εξοπλισμένο με τα κατάλληλα μηχανήματα και εφόδια για τη διάσωση ναυαγών ή πλοίων που κινδυνεύουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναυαγοσώστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Αρ. Π. Κουρτίδη].