γέλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>1.</b> το [[γέλιο]]<br /><b>2.</b> [[γέλιο]] σαρκαστικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> [[γέλως]]. Για την [[αλλαγή]] του γένους <b>[[πρβλ]].</b> ο [[βουνός]]-<i>το [[βουνό]], η [[βάλσαμος]]-<i>το [[βάλσαμο]], ο [[δάκτυλος]]-<i>το [[δάκτυλο]], η [[ελάτη]]-<i>το [[έλατο]], η [[δρόσος]]-<i>το [[δρόσος]] κ.λπ.].
|mltxt=το<br /><b>1.</b> το [[γέλιο]]<br /><b>2.</b> [[γέλιο]] σαρκαστικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> [[γέλως]]. Για την [[αλλαγή]] του γένους <b>[[πρβλ]].</b> ο [[βουνός]]-το [[βουνό]], η [[βάλσαμος]]-το [[βάλσαμο]], ο [[δάκτυλος]]-το [[δάκτυλο]], η [[ελάτη]]-το [[έλατο]], η [[δρόσος]]-το [[δρόσος]] κ.λπ.].
}}
}}

Revision as of 12:30, 14 January 2019

German (Pape)

[Seite 480] ὁ, äol. = γέλως, s. Greg. Cor. p. 608.

Greek (Liddell-Scott)

γέλος: ὁ, ἴδε γέλως.

English (Autenrieth)

dat. γέλῳ, acc. γέλω and γέλον: laughter; γέλῳ ἔκθανον, ‘laughed themselves to death,’ Od. 18.100.
see γέλως.

Greek Monolingual

το
1. το γέλιο
2. γέλιο σαρκαστικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γέλως. Για την αλλαγή του γένους πρβλ. ο βουνός-το βουνό, η βάλσαμος-το βάλσαμο, ο δάκτυλος-το δάκτυλο, η ελάτη-το έλατο, η δρόσος-το δρόσος κ.λπ.].