ἡλιοσκόπιος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n
(16) |
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (Α [[ἡλιοσκόπιος]], -ον) [[ηλιοσκόπος]]<br />αυτός που βλέπει [[προς]] τον ήλιο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ο (Α [[ἡλιοσκόπιος]], -ον) [[ηλιοσκόπος]]<br />αυτός που βλέπει [[προς]] τον ήλιο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ηλιοσκόπιο]]<br />όργανο που χρησιμοποιείται [[κατά]] την τηλεσκοπική [[παρατήρηση]] του ήλιου για την [[ελάττωση]] της έντασης του φωτός του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἡλιοσκόπιος]] [[τιθύμαλλος]]» — [[είδος]] φυτού. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 14 January 2019
English (LSJ)
ον,
A looking to the sun: ἡ. τιθύμαλλος sun-spurge, Euphorbia helioscopia, Dsc.4.164, cf. Ruf. ap. Orib.7.26.39 (v.l. -σκόπος), Plin.HN26.69.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλιοσκόπιος: -ον, βλέπων πρὸς τὸν ἥλιον, ἡλ. τιθύμαλος, «γαλατσίδα», Λατ. euphorbia hel., συμπεριφέρεται τούτου ἡ κόμη τῇ τοῦ ἡλίου κλίσει Διοσκ. 4. 165· ἡλιοσκόπιον, τό, Ἀριστ. Φυτ. 1. 4, 11.
Greek Monolingual
-ο (Α ἡλιοσκόπιος, -ον) ηλιοσκόπος
αυτός που βλέπει προς τον ήλιο
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ηλιοσκόπιο
όργανο που χρησιμοποιείται κατά την τηλεσκοπική παρατήρηση του ήλιου για την ελάττωση της έντασης του φωτός του
αρχ.
φρ. «ἡλιοσκόπιος τιθύμαλλος» — είδος φυτού.