ιππηλάσιος: Difference between revisions

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ία, -ιο(ν) (Α [[ἱππηλάσιος]], -ία και -ίη, -ον) [[ιππηλάτης]]<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ιππηλασία]]<br />το [[τρέξιμο]] με [[άλογο]], η [[ιπποδρομία]] (α. «[[έμπειρος]] στην [[ιππηλασία]]» β. «ἐκεῑνος... οὐκ ἐφαίνετο ἐκ τῆς ἱππηλασίας», Βέλθ.<br />γ. «πρὸ τῆς συνεχοῦς ἱππηλασίας ἀπειρηκυῑαν ὁρῶντες», Ηλιόδ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[ἱππηλάσιον]]<br />το [[τρέξιμο]] με άλογα<br /><b>αρχ.</b><br />|| αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ιππασία]] ή στην [[αρματηλασία]], ο [[κατάλληλος]] για [[ιππασία]] ή [[αρματηλασία]] («ἱππηλασίη [[οδός]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
|mltxt=-ία, -ιο(ν) (Α [[ἱππηλάσιος]], -ία και -ίη, -ον) [[ιππηλάτης]]<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ιππηλασία]]<br />το [[τρέξιμο]] με [[άλογο]], η [[ιπποδρομία]] (α. «[[έμπειρος]] στην [[ιππηλασία]]» β. «ἐκεῑνος... οὐκ ἐφαίνετο ἐκ τῆς ἱππηλασίας», Βέλθ.<br />γ. «πρὸ τῆς συνεχοῦς ἱππηλασίας ἀπειρηκυῑαν ὁρῶντες», Ηλιόδ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ἱππηλάσιον]]<br />το [[τρέξιμο]] με άλογα<br /><b>αρχ.</b><br />|| αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ιππασία]] ή στην [[αρματηλασία]], ο [[κατάλληλος]] για [[ιππασία]] ή [[αρματηλασία]] («ἱππηλασίη [[οδός]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:45, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ία, -ιο(ν) (Α ἱππηλάσιος, -ία και -ίη, -ον) ιππηλάτης
το θηλ. ως ουσ. η ιππηλασία
το τρέξιμο με άλογο, η ιπποδρομία (α. «έμπειρος στην ιππηλασία» β. «ἐκεῑνος... οὐκ ἐφαίνετο ἐκ τῆς ἱππηλασίας», Βέλθ.
γ. «πρὸ τῆς συνεχοῦς ἱππηλασίας ἀπειρηκυῑαν ὁρῶντες», Ηλιόδ.)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱππηλάσιον
το τρέξιμο με άλογα
αρχ.