μόνανδρος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
(25)
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μόνανδρος]] -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />για [[άνθη]]) αυτός που έχει έναν μόνο στήμονα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[μόνανδρος]]<br />η [[γυναίκα]] που έχει ή είχε έναν μόνο σύζυγο («τὴν μόνανδρον Νυμφιδίαν», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>)<i>ο</i>)- -<i>ανδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]], <i>ἀνδρός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>φίλ</i>-<i>ανδρος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μόνανδρος]] -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />για [[άνθη]]) αυτός που έχει έναν μόνο στήμονα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[μόνανδρος]]<br />η [[γυναίκα]] που έχει ή είχε έναν μόνο σύζυγο («τὴν μόνανδρον Νυμφιδίαν», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>)<i>ο</i>)- -<i>ανδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]], <i>ἀνδρός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>φίλ</i>-<i>ανδρος</i>].
}}
}}

Revision as of 14:25, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόνανδρος Medium diacritics: μόνανδρος Low diacritics: μόνανδρος Capitals: ΜΟΝΑΝΔΡΟΣ
Transliteration A: mónandros Transliteration B: monandros Transliteration C: monandros Beta Code: mo/nandros

English (LSJ)

ἡ,

   A having but one husband, IG12(3).912 (Thera), 14.191 (Syracuse).

German (Pape)

[Seite 201] einen Mann habend, Io. Chrys.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μόνανδρος -ον)
νεοελλ.
για άνθη) αυτός που έχει έναν μόνο στήμονα
αρχ.
το θηλ. ως ουσ.μόνανδρος
η γυναίκα που έχει ή είχε έναν μόνο σύζυγο («τὴν μόνανδρον Νυμφιδίαν», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον)ο)- -ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. φίλ-ανδρος].