γητεύω: Difference between revisions
From LSJ
(8) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>1.</b> [[γοητεύω]], [[μαγεύω]]<br /><b>2.</b> [[θεραπεύω]] με γητειές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως [[γητεύω]] <span style="color: red;"><</span> <i>γογητευω</i> (με [[αποβολή]] της πρώτης συλλαβής <i>γο</i>- που παρετυμολογικά εκλήφθηκε ως η προσωπική [[αντωνυμία]] [ε]γώ) <span style="color: red;"><</span> [[γοητεύω]], με [[ανάπτυξη]] του ημιφωνικού στοιχείου -<i>γ</i>- (j) [[μεταξύ]] τών φωνηέντων -<i>ο</i>- και -<i>η</i>-. Κατ' άλλους, [[γητεύω]] <span style="color: red;"><</span> [[γοητεύω]] με μτγν. ταυτισμό της προφοράς του -<i>ο</i>- [[προς]] [[εκείνη]] της διφθόγγου -<i>οϊ</i>- | |mltxt=<b>1.</b> [[γοητεύω]], [[μαγεύω]]<br /><b>2.</b> [[θεραπεύω]] με γητειές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως [[γητεύω]] <span style="color: red;"><</span> <i>γογητευω</i> (με [[αποβολή]] της πρώτης συλλαβής <i>γο</i>- που παρετυμολογικά εκλήφθηκε ως η προσωπική [[αντωνυμία]] [ε]γώ) <span style="color: red;"><</span> [[γοητεύω]], με [[ανάπτυξη]] του ημιφωνικού στοιχείου -<i>γ</i>- (j) [[μεταξύ]] τών φωνηέντων -<i>ο</i>- και -<i>η</i>-. Κατ' άλλους, [[γητεύω]] <span style="color: red;"><</span> [[γοητεύω]] με μτγν. ταυτισμό της προφοράς του -<i>ο</i>- [[προς]] [[εκείνη]] της διφθόγγου -<i>οϊ</i>- > <i>i</i>. Έχει [[επίσης]] υποστηριχθεί ότι ο ενστ. [[γητεύω]] σχηματίστηκε από τα <i>εγήτευσα</i>, <i>εγήτευσε</i>, <i>εγήτευσαν</i>, συγκεκομμένους αοριστικούς τύπους τών <i>εγοήτευσα</i>, <i>εγοήτευσε</i>, <i>εγοήτευσαν</i>(<span style="color: red;"><</span> [[γοητεύω]]) με [[έκκρουση]] και [[αποβολή]] του -<i>ο</i>- από τον ασθενέστερο φθόγγο -<i>η</i>- [[i]]. Απίθανη [[τέλος]] θεωρείται η [[ετυμολογία]] σύμφωνα με την οποία <i>γυτεύω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>γυφτεύω</i>, με ανομοιωτική [[αποβολή]] του -<i>φ</i> <span style="color: red;"><</span> [[γύφτος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:15, 15 January 2019
Greek Monolingual
1. γοητεύω, μαγεύω
2. θεραπεύω με γητειές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως γητεύω < γογητευω (με αποβολή της πρώτης συλλαβής γο- που παρετυμολογικά εκλήφθηκε ως η προσωπική αντωνυμία [ε]γώ) < γοητεύω, με ανάπτυξη του ημιφωνικού στοιχείου -γ- (j) μεταξύ τών φωνηέντων -ο- και -η-. Κατ' άλλους, γητεύω < γοητεύω με μτγν. ταυτισμό της προφοράς του -ο- προς εκείνη της διφθόγγου -οϊ- > i. Έχει επίσης υποστηριχθεί ότι ο ενστ. γητεύω σχηματίστηκε από τα εγήτευσα, εγήτευσε, εγήτευσαν, συγκεκομμένους αοριστικούς τύπους τών εγοήτευσα, εγοήτευσε, εγοήτευσαν(< γοητεύω) με έκκρουση και αποβολή του -ο- από τον ασθενέστερο φθόγγο -η- i. Απίθανη τέλος θεωρείται η ετυμολογία σύμφωνα με την οποία γυτεύω < γυφτεύω, με ανομοιωτική αποβολή του -φ < γύφτος].