εύχομαι: Difference between revisions

From LSJ

τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?

Source
(15)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ευκιέμαι (ΑΜ [[εὔχομαι]])<br /><b>1.</b> [[εκφράζω]] [[ευχή]], [[επιθυμία]] για [[κάτι]], [[επιθυμώ]] ζωηρά να πραγματοποιηθεί [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[προσεύχομαι]], [[απευθύνω]] [[προσευχή]] [[προς]] τον Θεό, [[δέομαι]], [[παρακαλώ]] τον Θεό<br />|| <b>νεοελλ.</b> <b>παροιμ.</b> «φκήσου του οχτρού σου το [[δεντρί]], ν' ανθήσει το δικό σου» — δηλ. ο Θεός ανταμείβει όσους εύχονται για την [[ευτυχία]] τών άλλων και [[μάλιστα]] τών εχθρών<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[δίνω]] την [[ευχή]] μου, την [[ευλογία]] μου, [[ευλογώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσεύχομαι]] στους θεούς<br /><b>2.</b> [[δίνω]] [[υπόσχεση]] ότι..., [[τάζω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[ισχυρίζομαι]], [[βεβαιώνω]], [[ομολογώ]] («[[ἱκέτης]] δὲ τοι εὔχεται [[εἶναι]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[καυχώμαι]], [[διακηρύσσω]], [[περηφανεύομαι]] πως... («ἐκ Κρητάων [[γένος]] [[εὔχομαι]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> (με αιτ. αντικ.) [[επιθυμώ]] ζωηρά [[κάτι]] («χρυσόν εὔχονται», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[καυχιέμαι]], [[διακηρύσσω]] κομπαστικά («εὔχεται το Θήβης [[ἄστυ]]... δῃώσειν πυρί», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>eugh</i>- «[[αγγέλλω]], [[λέγω]]» (ή και <i>eug</i><sup>w</sup><i>h</i>-, εφόσον στην Ελληνική <i>g</i><sup>w</sup><i>h</i>&GT;<i>χ</i> [[μετά]] από <i>υ</i>). Αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. <i>όhate</i> «[[καυχώμαι]], [[επαινώ]]» και το αβεστ. <i>aoĵaite</i> «[[αναγγέλλω]], επικαλούμαι». Ο [[αμφίβολος]] τ. του πρτ. <i>εύκτο</i> φαίνεται να αντιστοιχεί στα αβεστ. <i>gath</i><i>ā</i><i> aog</i><i>ә</i><i>d</i><i>ā</i> και νεώτ. αβεστ. <i>aoxta</i>. Από παράλληλο ΙΕ θ. <i>weg</i><sup>w</sup><i>h</i> (<i>Ә</i><sub>1</sub><i>w</i>-<i>eg</i><sup>w</sup><i>h</i>) «επαγγέλλομαι, [[επαινώ]]» προέρχονται το λατ. <i>voveo</i> «[[εύχομαι]]» και το αρχ. ινδ. <i>v</i><i>ā</i><i>ghat</i> «αυτός που κάνει μια [[ευχή]]». Παράλληλο παρεκτεταμένο θ. <i>ευχετ</i>- στο ρ. της επικής γλώσσας <i>ευχετάομαι</i> / -<i>όομαι</i> (Δεν πρόκειται για μετονοματικό παρ.).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ευκταίος]], [[ευκτήριος]], [[ευκτικός]], [[ευχή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>εύγματα</i>, [[ευκτός]], [[εύχος]], [[ευχωλή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b>: (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>Εύξιππος</i>, <i>Ευχήνωρ</i><br />(Β' συνθετικό) [[απεύχομαι]], [[επεύχομαι]], [[προσεύχομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανεύχομαι]], [[ενεύχομαι]], [[εξαπεύχομαι]], [[εξεπεύχομαι]], [[εξεύχομαι]], [[κατεύχομαι]], [[μετεύχομαι]], [[προκατεύχομαι]], [[προσεπεύχομαι]], [[προσκατεύχομαι]], [[συγκατεύχομαι]], [[συνεπεύχομαι]], [[συνεύχομαι]], [[υπερεύχομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αντεπεύχομαι]], [[αντεύχομαι]]].
|mltxt=και ευκιέμαι (ΑΜ [[εὔχομαι]])<br /><b>1.</b> [[εκφράζω]] [[ευχή]], [[επιθυμία]] για [[κάτι]], [[επιθυμώ]] ζωηρά να πραγματοποιηθεί [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[προσεύχομαι]], [[απευθύνω]] [[προσευχή]] [[προς]] τον Θεό, [[δέομαι]], [[παρακαλώ]] τον Θεό<br />|| <b>νεοελλ.</b> <b>παροιμ.</b> «φκήσου του οχτρού σου το [[δεντρί]], ν' ανθήσει το δικό σου» — δηλ. ο Θεός ανταμείβει όσους εύχονται για την [[ευτυχία]] τών άλλων και [[μάλιστα]] τών εχθρών<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[δίνω]] την [[ευχή]] μου, την [[ευλογία]] μου, [[ευλογώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσεύχομαι]] στους θεούς<br /><b>2.</b> [[δίνω]] [[υπόσχεση]] ότι..., [[τάζω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[ισχυρίζομαι]], [[βεβαιώνω]], [[ομολογώ]] («[[ἱκέτης]] δὲ τοι εὔχεται [[εἶναι]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[καυχώμαι]], [[διακηρύσσω]], [[περηφανεύομαι]] πως... («ἐκ Κρητάων [[γένος]] [[εὔχομαι]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> (με αιτ. αντικ.) [[επιθυμώ]] ζωηρά [[κάτι]] («χρυσόν εὔχονται», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[καυχιέμαι]], [[διακηρύσσω]] κομπαστικά («εὔχεται το Θήβης [[ἄστυ]]... δῃώσειν πυρί», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>eugh</i>- «[[αγγέλλω]], [[λέγω]]» (ή και <i>eug</i><sup>w</sup><i>h</i>-, εφόσον στην Ελληνική <i>g</i><sup>w</sup><i>h</i>><i>χ</i> [[μετά]] από <i>υ</i>). Αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. <i>όhate</i> «[[καυχώμαι]], [[επαινώ]]» και το αβεστ. <i>aoĵaite</i> «[[αναγγέλλω]], επικαλούμαι». Ο [[αμφίβολος]] τ. του πρτ. <i>εύκτο</i> φαίνεται να αντιστοιχεί στα αβεστ. <i>gath</i><i>ā</i><i> aog</i><i>ә</i><i>d</i><i>ā</i> και νεώτ. αβεστ. <i>aoxta</i>. Από παράλληλο ΙΕ θ. <i>weg</i><sup>w</sup><i>h</i> (<i>Ә</i><sub>1</sub><i>w</i>-<i>eg</i><sup>w</sup><i>h</i>) «επαγγέλλομαι, [[επαινώ]]» προέρχονται το λατ. <i>voveo</i> «[[εύχομαι]]» και το αρχ. ινδ. <i>v</i><i>ā</i><i>ghat</i> «αυτός που κάνει μια [[ευχή]]». Παράλληλο παρεκτεταμένο θ. <i>ευχετ</i>- στο ρ. της επικής γλώσσας <i>ευχετάομαι</i> / -<i>όομαι</i> (Δεν πρόκειται για μετονοματικό παρ.).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ευκταίος]], [[ευκτήριος]], [[ευκτικός]], [[ευχή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>εύγματα</i>, [[ευκτός]], [[εύχος]], [[ευχωλή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b>: (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>Εύξιππος</i>, <i>Ευχήνωρ</i><br />(Β' συνθετικό) [[απεύχομαι]], [[επεύχομαι]], [[προσεύχομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανεύχομαι]], [[ενεύχομαι]], [[εξαπεύχομαι]], [[εξεπεύχομαι]], [[εξεύχομαι]], [[κατεύχομαι]], [[μετεύχομαι]], [[προκατεύχομαι]], [[προσεπεύχομαι]], [[προσκατεύχομαι]], [[συγκατεύχομαι]], [[συνεπεύχομαι]], [[συνεύχομαι]], [[υπερεύχομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αντεπεύχομαι]], [[αντεύχομαι]]].
}}
}}

Latest revision as of 15:15, 15 January 2019

Greek Monolingual

και ευκιέμαι (ΑΜ εὔχομαι)
1. εκφράζω ευχή, επιθυμία για κάτι, επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιηθεί κάτι
2. προσεύχομαι, απευθύνω προσευχή προς τον Θεό, δέομαι, παρακαλώ τον Θεό