γιατρικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
(8)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ιατρικός]], -ή, -όν) [[ιατρός]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει θεραπευτικές ιδιότητες<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[γιατρικό]], <i>το</i> (AM ιατρικόν)<br />[[φάρμακο]], [[οτιδήποτε]] θεραπεύει ή ανακουφίζει από σωματικό ή [[ψυχικό]] πόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[ιατρός]] &GT; [[ιατρικός]] &GT; [[γιατρικός]]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ιατρικός]], -ή, -όν) [[ιατρός]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει θεραπευτικές ιδιότητες<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[γιατρικό]], <i>το</i> (AM ιατρικόν)<br />[[φάρμακο]], [[οτιδήποτε]] θεραπεύει ή ανακουφίζει από σωματικό ή [[ψυχικό]] πόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[ιατρός]] > [[ιατρικός]] > [[γιατρικός]]].
}}
}}

Latest revision as of 15:20, 15 January 2019

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ιατρικός, -ή, -όν) ιατρός
1. αυτός που έχει θεραπευτικές ιδιότητες
2. το ουδ. ως ουσ. γιατρικό, το (AM ιατρικόν)
φάρμακο, οτιδήποτε θεραπεύει ή ανακουφίζει από σωματικό ή ψυχικό πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. ιατρός > ιατρικός > γιατρικός].