ἀφέσιμος: Difference between revisions
From LSJ
ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low
(1b) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀφέσιμος]], -ον) [[άφεσις]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(για αμαρτήματα) αυτός που μπορεί να αφεθεί, να συγχωρηθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἀφέσιμος]] [[ἡμέρα]]» | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀφέσιμος]], -ον) [[άφεσις]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(για αμαρτήματα) αυτός που μπορεί να αφεθεί, να συγχωρηθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἀφέσιμος]] [[ἡμέρα]]» ><br />[[γιορτή]], [[σχόλη]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀφέσῐμος:''' (ᾰ) свободный, праздничный ([[ἡμέρα]] Arst.). | |elrutext='''ἀφέσῐμος:''' (ᾰ) свободный, праздничный ([[ἡμέρα]] Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 15 January 2019
English (LSJ)
A ἡμέρα holiday, Arist.Ath.43.3, Aristid.Or.50(26).98:— also of persons, released from payment, PTeb.224 (ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 409] entlassen, befreit, Aristid. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφέσῐμος: ἡμέρα, ἑορτή, Ἀριστ. Ἀποσπ. 395, Ἀριστείδ. 1. 344.
Spanish (DGE)
-ον
1 de licencia ἀ. ἡμέρα día de vacación, festivo Arist.Ath.43.3, Aristid.Or.50.98
•subst. τῷ ἀφεσίμῳ PPalau Rib.inv.172a.13 en Stud.Pap.21.1982 p.78.
2 de pers. exento de pago ἄνδρες ἀφέσιμοι PTeb.224 (II a.C.).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀφέσιμος, -ον) άφεσις
μσν.- νεοελλ.
(για αμαρτήματα) αυτός που μπορεί να αφεθεί, να συγχωρηθεί
αρχ.
φρ. «ἀφέσιμος ἡμέρα» >
γιορτή, σχόλη.
Russian (Dvoretsky)
ἀφέσῐμος: (ᾰ) свободный, праздничный (ἡμέρα Arst.).