εξάντης: Difference between revisions
From LSJ
(12) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐξάντης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται έξω από [[κάθε]] κύκλο, [[κυρίως]] έξω από [[κάθε]] [[ασθένεια]], ο [[υγιής]], ο [[αβλαβής]]<br /><b>2.</b> [[ακίνδυνος]], [[αβλαβής]] («ἐξάντη φάσκοντες ποιήσειν», Δίων Χρυσ.)<br /><b>3.</b> (με γεν.) απαλλαγμένος από [[κάτι]] («[[ἐξάντης]] γίνεται | |mltxt=[[ἐξάντης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται έξω από [[κάθε]] κύκλο, [[κυρίως]] έξω από [[κάθε]] [[ασθένεια]], ο [[υγιής]], ο [[αβλαβής]]<br /><b>2.</b> [[ακίνδυνος]], [[αβλαβής]] («ἐξάντη φάσκοντες ποιήσειν», Δίων Χρυσ.)<br /><b>3.</b> (με γεν.) απαλλαγμένος από [[κάτι]] («[[ἐξάντης]] γίνεται τοῦ κακοῡ», Αιλ.)<br /><b>4.</b> [[μανιακός]], μαινόμενος<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) [[ἐξάντες]]<br />[[εξεναντίας]] (<b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> [[άντα]] «[[απέναντι]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 15 February 2019
Greek Monolingual
ἐξάντης, -ες (Α)
1. αυτός που βρίσκεται έξω από κάθε κύκλο, κυρίως έξω από κάθε ασθένεια, ο υγιής, ο αβλαβής
2. ακίνδυνος, αβλαβής («ἐξάντη φάσκοντες ποιήσειν», Δίων Χρυσ.)
3. (με γεν.) απαλλαγμένος από κάτι («ἐξάντης γίνεται τοῦ κακοῡ», Αιλ.)
4. μανιακός, μαινόμενος
5. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐξάντες
εξεναντίας (Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + άντα «απέναντι»].