ἐξάντης

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξάντης Medium diacritics: ἐξάντης Low diacritics: εξάντης Capitals: ΕΞΑΝΤΗΣ
Transliteration A: exántēs Transliteration B: exantēs Transliteration C: eksantis Beta Code: e)ca/nths

English (LSJ)

ἐξάντες, of patients,
A out of danger, healthy, ἐ. γίνεται Hp.Morb. 3.3, Mul.1.41; ἐξάντη ποιεῖν τινα Pl.Phdr.244e.
b harmless, ἐξάντη φάσκοντες ποιήσειν (sc. μῆνιν Ἑκάτης) D.Chr.4.90.
2 c. gen., free from, κακοῦ Ael.NA3.5; νούσου Hp.Morb.1.14, cf. Com.Adesp.1279 (= Trag.Adesp.151); δειλίας Jul.Or.6.192b.
3 = ἐξεστηκώς, μαινόμενος, EM346.42.

Spanish (DGE)

-ες
I 1libre de c. gen. γενέσθαι τῆσδέ μ' ἐξάντη νόσου Trag.Adesp.151, (ζωή) ἐ. πάσης ἀσελγείας Plu.Fr.47, τοῦ κακοῦ πεποίηκε τὸν ἄνθρωπον ἐξάντη Ael.NA 16.28, τῆς μήνιδος τῆς ἐκ τοῦ θεοῦ Ael.Fr.83, δειλίας Iul.Or.9.195b, τῆς ἐπιληψίας Orib.45.30.13, κινδύνων Eust.756.16
abs., cont. medic. o mág. libre de peligro, curado, sano ἢν δ' ἄρα ἀφίκηται (ἐς τὰς ἑπτὰ ἡμέρας), ἐ. γίνεται Hp.Morb.3.3, cf. 1.14, Mul.1.41, Hsch., frec. ref. curaciones mágicas ἐξάντη ποιῆσαι curar Pl.Phdr.244e, D.Chr.4.90, Synes.Insomn.4
fig. νόμων τιμωρίαις ἐξάντεις τοὺς μιαιφόνους κατέστησαν sanaron a los asesinos mediante castigos establecidos por las leyes Eus.PE 4.16.21.
2 que está fuera de sí, enloquecido, EM 346.42G.
II neutr. sg. ἐξάντες como adv. enfrente Hsch.

German (Pape)

[Seite 870] ες (ἄντα, Andere von ἄτη), außerhalb des Gesichtskreises, nicht ausgesetzt, bes. ohne Krankheit, gesund; Hippocr.; unversehrt, ἐξάντη ἐποίησε ἡ μανία τὸν ἑαυτῆς ἔχοντα Plat. Phaedr. 244 e; ἐξάντης λεύσσω τοὐμὸν κακὸν ἄλλον ἔχοντα Zenob. 3, 95; ἐξάντης κακοῦ, frei davon, Ael. H. A. 3, 5; bei E. M. 346, 42 steht der Vers ὦ Ζεῦ γενέσθαι τῆσδέ μ' ἐξάντην νόσου.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
acc. ἐξάντην;
exempt de, gén..
Étymologie: ἄντα.

Russian (Dvoretsky)

ἐξάντης: огражденный от бед, невредимый (ἐξάντη ποιεῖν τινα Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάντης: -ες, (πρβλ. κατάντης, προσάντης), «ὁ τῆς νόσου ἔξω ὤν» (Ἡσύχ.), ὑγιής, Ἱππ. 488. 39· ἐξάντη ἐποίησε τὸν ἑαυτῆς ἔχοντα Πλάτ. Φαῖδρ. 244Ε. 2) μετὰ γεν., ἐξάντης γίνεται τοῦ κακοῦ, ἀπαλλάσσεται, Αἰλ. π. Ζ. 3. 5· νόσου Κωμικ. Ἀνώνυμ. 72.

Greek Monolingual

ἐξάντης, -ες (Α)
1. αυτός που βρίσκεται έξω από κάθε κύκλο, κυρίως έξω από κάθε ασθένεια, ο υγιής, ο αβλαβής
2. ακίνδυνος, αβλαβής («ἐξάντη φάσκοντες ποιήσειν», Δίων Χρυσ.)
3. (με γεν.) απαλλαγμένος από κάτιἐξάντης γίνεται τοῦ κακοῦ», Αιλ.)
4. μανιακός, μαινόμενος
5. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐξάντες
εξεναντίας (Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + άντα «απέναντι»].

Frisk Etymological English

-ες See also: s. ἄντα

Frisk Etymology German

ἐξάντης: -ες
{eksántēs}
Meaning: genesen, gesund, frei von m. Gen. (z. B. νούσου. Hp., Pl. Phdr. 244e, späte Prosa).
Etymology: Medizinischer Ausdruck, der Bildung nach zu προσ-, κατ-, ἀνάντης usw. stimmend. Es wäre somit eig. "mit der Vorderseite, dem Angesicht weg", d. h. abgewendet, frei von; vgl. zu ἄντα und ἀντί, außerdem Schwyzer-Debrunner 441f. m. Lit. — Verfehlt Ehrlich Sprachgesch. 40; s. Kretschmer Glotta 4, 349.
Page 1,528