εξάντης

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347

Greek Monolingual

ἐξάντης, -ες (Α)
1. αυτός που βρίσκεται έξω από κάθε κύκλο, κυρίως έξω από κάθε ασθένεια, ο υγιής, ο αβλαβής
2. ακίνδυνος, αβλαβής («ἐξάντη φάσκοντες ποιήσειν», Δίων Χρυσ.)
3. (με γεν.) απαλλαγμένος από κάτιἐξάντης γίνεται τοῦ κακοῦ», Αιλ.)
4. μανιακός, μαινόμενος
5. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐξάντες
εξεναντίας (Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + άντα «απέναντι»].