ανθρώπινος: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(4) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνθρώπινος]], -η, -ον και -ος, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ταιριάζει στην ανθρώπινη [[φύση]]<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από τον άνθρωπο ή ανήκει σ' αυτόν<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που [[είναι]] [[σύμφωνος]] με τα καθιερωμένα για τους ανθρώπους<br />«ἀπέθανε (ενν. <i>ο Ιησούς</i>) κατὰ τὰ ἀνθρώπινον [[ὑπὲρ]] | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνθρώπινος]], -η, -ον και -ος, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ταιριάζει στην ανθρώπινη [[φύση]]<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από τον άνθρωπο ή ανήκει σ' αυτόν<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που [[είναι]] [[σύμφωνος]] με τα καθιερωμένα για τους ανθρώπους<br />«ἀπέθανε (ενν. <i>ο Ιησούς</i>) κατὰ τὰ ἀνθρώπινον [[ὑπὲρ]] τοῦ σωθῆναι τὸν κόσμον»<br />«ἀνθρώπινόν τι παθεῑν (για τον θάνατο, παπυρ.) «ἐάν τι τῶν ἀνθρωπίνων [[περί]] τινα γένηται» (Επίκουρος)<br /><b>2.</b> <b>(ουδ.)</b> <i>τὸ ἀνθρώπινον</i><br />η [[ανθρωπότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υπόκειται σε [[σφάλμα]] (σε [[αντίθεση]] με τον θεϊκό)<br /><b>2.</b> ο [[πολιτισμένος]] (σε [[αντίθεση]] με τον θηριώδη)<br /><b>επίρρ.</b> -νως<br /><b>1.</b> «ἀνθρωπίνως ἁμαρτάνειν» (<b>Θουκ.</b>)<br />το να κάνει [[κανείς]] σφάλματα σαν [[άνθρωπος]] που [[είναι]]<br /><b>2.</b> «ἀνθρωπίνως ἐκλογίζεσθαι» (<b>Δημοσθ.</b>, Ανδοκίδης)<br />το να σκέφτεται [[κανείς]] με [[ανθρωπιά]], με [[κατανόηση]] των ανθρώπινων, με [[ευγένεια]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἀνθρωπίνως χρὴ τὰς τύχας φέρειν» (Μένανδρος)<br />να αντιμετωπίζει [[κανείς]] τις περιστάσεις με [[ψυχραιμία]], με [[μετριοπάθεια]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 15 February 2019
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνθρώπινος, -η, -ον και -ος, -ον)
1. αυτός που ταιριάζει στην ανθρώπινη φύση
2. αυτός που προέρχεται από τον άνθρωπο ή ανήκει σ' αυτόν
αρχ.-μσν.
1. εκείνος που είναι σύμφωνος με τα καθιερωμένα για τους ανθρώπους
«ἀπέθανε (ενν. ο Ιησούς) κατὰ τὰ ἀνθρώπινον ὑπὲρ τοῦ σωθῆναι τὸν κόσμον»
«ἀνθρώπινόν τι παθεῑν (για τον θάνατο, παπυρ.) «ἐάν τι τῶν ἀνθρωπίνων περί τινα γένηται» (Επίκουρος)
2. (ουδ.) τὸ ἀνθρώπινον
η ανθρωπότητα
αρχ.
1. αυτός που υπόκειται σε σφάλμα (σε αντίθεση με τον θεϊκό)
2. ο πολιτισμένος (σε αντίθεση με τον θηριώδη)
επίρρ. -νως
1. «ἀνθρωπίνως ἁμαρτάνειν» (Θουκ.)
το να κάνει κανείς σφάλματα σαν άνθρωπος που είναι
2. «ἀνθρωπίνως ἐκλογίζεσθαι» (Δημοσθ., Ανδοκίδης)
το να σκέφτεται κανείς με ανθρωπιά, με κατανόηση των ανθρώπινων, με ευγένεια
3. φρ. «ἀνθρωπίνως χρὴ τὰς τύχας φέρειν» (Μένανδρος)
να αντιμετωπίζει κανείς τις περιστάσεις με ψυχραιμία, με μετριοπάθεια.