εννεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
(12)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐννεύω]] (Α) [[νεύω]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[νεύμα]], [[νόημα]], [[δίνω]] [[σημάδι]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[ρωτώ]] με νεύματα («ἐνένευον δὲ τῷ πατρὶ αὐτοῡ τὸ τὶ ἄν θέλοι καλεῑσθαι αὐτόν», ΚΔ).
|mltxt=[[ἐννεύω]] (Α) [[νεύω]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[νεύμα]], [[νόημα]], [[δίνω]] [[σημάδι]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[ρωτώ]] με νεύματα («ἐνένευον δὲ τῷ πατρὶ αὐτοῦ τὸ τὶ ἄν θέλοι καλεῑσθαι αὐτόν», ΚΔ).
}}
}}

Revision as of 12:26, 15 February 2019

Greek Monolingual

ἐννεύω (Α) νεύω
1. κάνω νεύμα, νόημα, δίνω σημάδι σε κάποιον
2. ρωτώ με νεύματα («ἐνένευον δὲ τῷ πατρὶ αὐτοῦ τὸ τὶ ἄν θέλοι καλεῑσθαι αὐτόν», ΚΔ).