επιγνώμων: Difference between revisions
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
(13) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιγνώμων]], ο (AM) [[επιγιγνώσκω]]<br /><b>1.</b> [[έμπειρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που συγχωρεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αιρετός]] [[κριτής]], [[διαιτητής]]<br /><b>2.</b> [[εκτιμητής]] («τὸν βασανιστὴν Μνησικλέα ἐπιγνώμονα τῆς [[τιμῆς]] εἷναι | |mltxt=[[ἐπιγνώμων]], ο (AM) [[επιγιγνώσκω]]<br /><b>1.</b> [[έμπειρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που συγχωρεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αιρετός]] [[κριτής]], [[διαιτητής]]<br /><b>2.</b> [[εκτιμητής]] («τὸν βασανιστὴν Μνησικλέα ἐπιγνώμονα τῆς [[τιμῆς]] εἷναι τοῦ παιδός», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιστάτης]], [[επόπτης]]. | ||
}} | }} |