επιγιγνώσκω

From LSJ

ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like

Source

Greek Monolingual

ἐπιγιγνώσκω (AM) γιγνώσκω
1. γνωρίζω κάτι ακόμη καλύτερα, περισσότερο από πριν («ἐπιγνόντι σοι τὸν Χριστόν»
«ὅπως μήτηρ σε μὴ ἐπιγνώσεται φαιδρῷ προσώπῳ», Σοφ.)
2. ανακαλύπτω, διακρίνω («κἄπειτ' ἐπιγνοὺς ἔργον οὐ καταίσιον ὤμωξεν», Αισχύλ.)
3. αναγνωρίζω, ομολογώ (συνήθως μια ευεργεσία)
4. γνωρίζω κάτι εκ τών υστέρων
5. γνωρίζω
μσν.
κάνω εκτίμηση κάποιου πράγματος (ζημιάς κ.λπ.)
αρχ.
1. γίνομαι αυτόπτης μάρτυρας, παρατηρώ («ἵνα πάντες ἐπιγνώωσι καὶ οἵδε μαρναμένους», Ομ. Οδ.)
2. διατίθεμαι ευμενώς απέναντι σε κάποιον επειδή τον γνωρίζω
(«οὐδὲ ἐπιγνώσονται πρόσωπον, οὐδὲ λήψονται δῶρα»)
3. (για δικαστή) κρίνω, αποφασίζω
4. συνουσιάζομαι
5. επιδοκιμάζω, εκτιμώ
6. (για οφειλές κ.λπ.) εγγυώμαι, υπόσχομαι
7. αναλαμβάνω την εκτέλεση ή την παράδοση ενός πράγματος.