κοπριά: Difference between revisions
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
(21) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[κοπρά]], η (ΑM [[κοπρία]], Μ και [[κοπρέα]])<br /><b>1.</b> [[περίττωμα]] ζώου<br /><b>2.</b> [[σωρός]] περιττωμάτων ζώων, [[κοπρώνας]] («καὶ ἐκάθητο ἐπὶ τῆς [[κοπρίας]] ἔξω τῆς πόλεως», ΠΔ)<br /><b>2.</b> ζωικό [[λίπασμα]] («Κύριε, ἄφες αὐτὴν καὶ | |mltxt=και [[κοπρά]], η (ΑM [[κοπρία]], Μ και [[κοπρέα]])<br /><b>1.</b> [[περίττωμα]] ζώου<br /><b>2.</b> [[σωρός]] περιττωμάτων ζώων, [[κοπρώνας]] («καὶ ἐκάθητο ἐπὶ τῆς [[κοπρίας]] ἔξω τῆς πόλεως», ΠΔ)<br /><b>2.</b> ζωικό [[λίπασμα]] («Κύριε, ἄφες αὐτὴν καὶ τοῦτο τὸ [[ἔτος]], ἕως ὅτου σκάψω περὶ αὐτὴν καὶ βάλω κοπρίαν», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[βρομιά]], [[ακαθαρσία]]<br /><b>2.</b> [[άχρηστος]] και [[περιττός]] [[άνθρωπος]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> σκάνδαλα, βρόμικες υποθέσεις («η [[έρευνα]] έδειξε πως υπάρχει πολλή [[κοπριά]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />ζιζάνια και άλλα άχρηστα σώματα που έχουν αναμιχθεί με το [[σιτάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κοπρία]] <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>. Ο τ. [[κοπρέα]] <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>έα</i>. Ο τ. [[κοπριά]] <span style="color: red;"><</span> [[κοπρία]] ή <span style="color: red;"><</span> [[κοπρέα]] με καταβιβασμό του τόνου. Η [[συνίζηση]] της κατάλ. σε <i>ι</i>-<i>ιά</i>, συνηθισμένη σε τέτοιες περιπτώσεις, εμποδίστηκε από το [[σύμφωνο]] -<i>ρ</i>- [[κατά]] προφύλαξιν]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 15 February 2019
Greek Monolingual
και κοπρά, η (ΑM κοπρία, Μ και κοπρέα)
1. περίττωμα ζώου
2. σωρός περιττωμάτων ζώων, κοπρώνας («καὶ ἐκάθητο ἐπὶ τῆς κοπρίας ἔξω τῆς πόλεως», ΠΔ)
2. ζωικό λίπασμα («Κύριε, ἄφες αὐτὴν καὶ τοῦτο τὸ ἔτος, ἕως ὅτου σκάψω περὶ αὐτὴν καὶ βάλω κοπρίαν», ΚΔ)
νεοελλ.
1. βρομιά, ακαθαρσία
2. άχρηστος και περιττός άνθρωπος
3. μτφ. σκάνδαλα, βρόμικες υποθέσεις («η έρευνα έδειξε πως υπάρχει πολλή κοπριά»)
αρχ.
ζιζάνια και άλλα άχρηστα σώματα που έχουν αναμιχθεί με το σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κοπρία < κόπρος (Ι) + κατάλ. -ία. Ο τ. κοπρέα < κόπρος (Ι) + κατάλ. -έα. Ο τ. κοπριά < κοπρία ή < κοπρέα με καταβιβασμό του τόνου. Η συνίζηση της κατάλ. σε ι-ιά, συνηθισμένη σε τέτοιες περιπτώσεις, εμποδίστηκε από το σύμφωνο -ρ- κατά προφύλαξιν].