κοιτώνας: Difference between revisions

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
(21)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[κοιτών]], -ῶνος)<br />[[υπνοδωμάτιο]], [[κρεβατοκάμαρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τάφος]]<br /><b>2.</b> [[δωμάτιο]] στο οποίο διέμεναν τα [[παιδιά]] με τις τροφούς, παιδοτροφείο<br /><b>3.</b> [[θησαυροφυλάκιο]]<br /><b>4.</b> [[αποβάθρα]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ὁ ἐπί (τοῡ) κοιτῶνος» ή «ὁ περὶ τὸν κοιτῶνα» — ο [[θαλαμηπόλος]]<br />β) «ἐν κοιτῶνι ἐστί» — [[είναι]] [[παιδί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοίτη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ών</i> / <i>ῶνος</i>, χαρακτηριστικό ονομάτων που δηλώνουν [[τόπο]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γυναικ</i>-<i>ών</i>, <i>ιππ</i>-<i>ών</i>)].
|mltxt=ο (AM [[κοιτών]], -ῶνος)<br />[[υπνοδωμάτιο]], [[κρεβατοκάμαρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τάφος]]<br /><b>2.</b> [[δωμάτιο]] στο οποίο διέμεναν τα [[παιδιά]] με τις τροφούς, παιδοτροφείο<br /><b>3.</b> [[θησαυροφυλάκιο]]<br /><b>4.</b> [[αποβάθρα]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ὁ ἐπί (τοῦ) κοιτῶνος» ή «ὁ περὶ τὸν κοιτῶνα» — ο [[θαλαμηπόλος]]<br />β) «ἐν κοιτῶνι ἐστί» — [[είναι]] [[παιδί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοίτη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ών</i> / <i>ῶνος</i>, χαρακτηριστικό ονομάτων που δηλώνουν [[τόπο]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γυναικ</i>-<i>ών</i>, <i>ιππ</i>-<i>ών</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:38, 15 February 2019

Greek Monolingual

ο (AM κοιτών, -ῶνος)
υπνοδωμάτιο, κρεβατοκάμαρα
αρχ.
1. τάφος
2. δωμάτιο στο οποίο διέμεναν τα παιδιά με τις τροφούς, παιδοτροφείο
3. θησαυροφυλάκιο
4. αποβάθρα
5. φρ. α) «ὁ ἐπί (τοῦ) κοιτῶνος» ή «ὁ περὶ τὸν κοιτῶνα» — ο θαλαμηπόλος
β) «ἐν κοιτῶνι ἐστί» — είναι παιδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοίτη + επίθημα -ών / ῶνος, χαρακτηριστικό ονομάτων που δηλώνουν τόπο (πρβλ. γυναικ-ών, ιππ-ών)].