οικητήριο: Difference between revisions
From LSJ
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
(28) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (ΑΜ [[οἰκητήριον]])<br />αυτό στο οποίο κατοικεί [[κανείς]], [[οίκημα]], [[κατοικία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> σε ποιητική [[χρήση]] σχετικά με τη Θεοτόκο ως [[μητέρα]] του Θεού («[[οἰκητήριον]] ὤφθης | |mltxt=το (ΑΜ [[οἰκητήριον]])<br />αυτό στο οποίο κατοικεί [[κανείς]], [[οίκημα]], [[κατοικία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> σε ποιητική [[χρήση]] σχετικά με τη Θεοτόκο ως [[μητέρα]] του Θεού («[[οἰκητήριον]] ὤφθης τοῦ θεοῡ», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>αστρολ.</b> [[οίκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. [[οἰκητήριος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 15 February 2019
Greek Monolingual
το (ΑΜ οἰκητήριον)
αυτό στο οποίο κατοικεί κανείς, οίκημα, κατοικία
μσν.
μτφ. σε ποιητική χρήση σχετικά με τη Θεοτόκο ως μητέρα του Θεού («οἰκητήριον ὤφθης τοῦ θεοῡ», Μηναί.)
αρχ.
αστρολ. οίκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. οἰκητήριος].