πλευρό: Difference between revisions
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
(33) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[πλευρόν]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> το πλάγιο [[μέρος]] του ανθρώπου ή ζώου, η [[μπάντα]], το πλαϊνό (α. «μού πονάει το αριστερό [[πλευρό]]» β. «ὁ Μασιστίου [[ἵππος]] βάλλεται τοξεύματι τὰ [[πλευρά]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[πλευρά]], καθένα από τα οστά του θώρακα<br /><b>3.</b> το πλάγιο [[μέρος]] επιφάνειας (α. «το αριστερό [[πλευρό]] της [[φάλαγγας]] του εχθρικού στρατού» β. «ἡ κατὰ τὸ δεξιὸν πλευρὸν τῆς στρατιᾱς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[στέκομαι]] στο [[πλευρό]] του» και «ἵσταμαι παρὰ τὸ [[πλευρόν]] τινος» — [[συμπαραστέκομαι]] σε κάποιον, [[είμαι]] [[αλληλέγγυος]] με κάποιον, [[υποστηρίζω]], [[βοηθώ]], [[ενισχύω]] κάποιον<br /><b>μσν.</b><br />[[κλάδος]] οικογένειας («ἐξ ἑνὸς πλευροῡ συνάπτονται τῷ τελευτήσαντι», Αθ. Σχολαστ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἀπὸ | |mltxt=το / [[πλευρόν]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> το πλάγιο [[μέρος]] του ανθρώπου ή ζώου, η [[μπάντα]], το πλαϊνό (α. «μού πονάει το αριστερό [[πλευρό]]» β. «ὁ Μασιστίου [[ἵππος]] βάλλεται τοξεύματι τὰ [[πλευρά]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[πλευρά]], καθένα από τα οστά του θώρακα<br /><b>3.</b> το πλάγιο [[μέρος]] επιφάνειας (α. «το αριστερό [[πλευρό]] της [[φάλαγγας]] του εχθρικού στρατού» β. «ἡ κατὰ τὸ δεξιὸν πλευρὸν τῆς στρατιᾱς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[στέκομαι]] στο [[πλευρό]] του» και «ἵσταμαι παρὰ τὸ [[πλευρόν]] τινος» — [[συμπαραστέκομαι]] σε κάποιον, [[είμαι]] [[αλληλέγγυος]] με κάποιον, [[υποστηρίζω]], [[βοηθώ]], [[ενισχύω]] κάποιον<br /><b>μσν.</b><br />[[κλάδος]] οικογένειας («ἐξ ἑνὸς πλευροῡ συνάπτονται τῷ τελευτήσαντι», Αθ. Σχολαστ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἀπὸ τοῦ ἰδίου πλευροῡ» — εκ μέρους του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[πλευρά]], με [[αλλαγή]] γένους (<b>βλ.</b> και λ. [[πλευρά]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 15 February 2019
Greek Monolingual
το / πλευρόν, ΝΜΑ
1. το πλάγιο μέρος του ανθρώπου ή ζώου, η μπάντα, το πλαϊνό (α. «μού πονάει το αριστερό πλευρό» β. «ὁ Μασιστίου ἵππος βάλλεται τοξεύματι τὰ πλευρά», Ηρόδ.)
2. η πλευρά, καθένα από τα οστά του θώρακα
3. το πλάγιο μέρος επιφάνειας (α. «το αριστερό πλευρό της φάλαγγας του εχθρικού στρατού» β. «ἡ κατὰ τὸ δεξιὸν πλευρὸν τῆς στρατιᾱς», Ξεν.)
4. φρ. «στέκομαι στο πλευρό του» και «ἵσταμαι παρὰ τὸ πλευρόν τινος» — συμπαραστέκομαι σε κάποιον, είμαι αλληλέγγυος με κάποιον, υποστηρίζω, βοηθώ, ενισχύω κάποιον
μσν.
κλάδος οικογένειας («ἐξ ἑνὸς πλευροῡ συνάπτονται τῷ τελευτήσαντι», Αθ. Σχολαστ.)
αρχ.
φρ. «ἀπὸ τοῦ ἰδίου πλευροῡ» — εκ μέρους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του πλευρά, με αλλαγή γένους (βλ. και λ. πλευρά)].