Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παραπληγικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
(nl)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[παραπληκτικός]], -ή, -ό / [[παραπληκτικός]], ιων. τ. [[παραπληγικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[παραπληγία]] / [[παραπληξία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[παραπληγία]]<br /><b>2.</b> (και ως ουσ.) [[άτομο]] που πάσχει από [[παραπληγία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[παραπληξία]], δηλ. στην [[ημιπληγία]] («χεὶρ παρελύθη [[μετά]] σπασμοῡ παραπληγικὸν τρόπον», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει προσβληθεί από [[παραπληγία]] («κατάρροοι ἐπιγενόμενοι ἐκ τοῡ ἐγκεφάλου παραπληκτικοὺς ποιέουσι τοὺς ἀνθρώπους», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> [[μανιακός]], παραφρων, [[τρελός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παραπληκτικῶς</i> Α<br />με παραπληκτικό τρόπο.
|mltxt=και [[παραπληκτικός]], -ή, -ό / [[παραπληκτικός]], ιων. τ. [[παραπληγικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[παραπληγία]] / [[παραπληξία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[παραπληγία]]<br /><b>2.</b> (και ως ουσ.) [[άτομο]] που πάσχει από [[παραπληγία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[παραπληξία]], δηλ. στην [[ημιπληγία]] («χεὶρ παρελύθη [[μετά]] σπασμοῡ παραπληγικὸν τρόπον», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει προσβληθεί από [[παραπληγία]] («κατάρροοι ἐπιγενόμενοι ἐκ τοῦ ἐγκεφάλου παραπληκτικοὺς ποιέουσι τοὺς ἀνθρώπους», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> [[μανιακός]], παραφρων, [[τρελός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παραπληκτικῶς</i> Α<br />με παραπληκτικό τρόπο.
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παραπληγικός -ή -όν [παραπληγίη] halfzijdig verlamd.
|elnltext=παραπληγικός -ή -όν [παραπληγίη] halfzijdig verlamd.
}}
}}

Revision as of 13:00, 15 February 2019

German (Pape)

[Seite 494] ion. = παραπληκτικός, Hippocr. u. sp. Medic., auch im adv.

Greek Monolingual

και παραπληκτικός, -ή, -ό / παραπληκτικός, ιων. τ. παραπληγικός, -ή, -όν, ΝΑ παραπληγία / παραπληξία
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραπληγία
2. (και ως ουσ.) άτομο που πάσχει από παραπληγία
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραπληξία, δηλ. στην ημιπληγία («χεὶρ παρελύθη μετά σπασμοῡ παραπληγικὸν τρόπον», Ιπποκρ.)
2. αυτός που έχει προσβληθεί από παραπληγία («κατάρροοι ἐπιγενόμενοι ἐκ τοῦ ἐγκεφάλου παραπληκτικοὺς ποιέουσι τοὺς ἀνθρώπους», Ιπποκρ.)
3. μανιακός, παραφρων, τρελός.
επίρρ...
παραπληκτικῶς Α
με παραπληκτικό τρόπο.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραπληγικός -ή -όν [παραπληγίη] halfzijdig verlamd.